Blogs

Μ όπως Μαντάμ Σουσού

Μ όπως Μαντάμ Σουσού

Χάσαμε. Όμως η συντέλεια του κόσμου και ο υποβιβασμός στο τοπικό ακόμα αργεί. Η τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο Τάκης Τσιρτσώνης.

Δεν ξέρω ποια από τις δύο τελευταίες μέρες χαλάστηκα περισσότερο. Την Τρίτη, βλέποντας την ομολογουμένως εντυπωσιακή ποδοσφαιρική παράσταση που έστησαν ο Μίτσελ και οι Αφελάιδες κόντρα στην περυσινή πρωταθλήτρια Ισπανίας, μου ερχόταν να βάλω τις φωνές σαν τον Παράβα στο «Κοροϊδάκι της Πριγκηπέσας» (Τους ακούς Χρόνη; Με τα δικά μου τα λεφτά γλεντάνε). Και την Πέμπτη, βλέποντας την ομάδα μας να θέλει αλλά να μην μπορεί κόντρα στη μισή Ντιναμό Μόσχας, δεν μπορούσα παρά να νιώσω θλίψη, καθώς το μυαλό αθέλητα έκανε συγκρίσεις με τις εποχές που ως κι οι Μπαρτσελόνες και οι Άρσεναλ προσκύναγαν στη Λεωφόρο.

Το μόνο σίγουρο παρ’ όλα αυτά είναι πως αρνούμαι να συνταχθώ με όσους από καιρό γκρινιάζουν σαν τη Μαντάμ Σουσού του τίτλου «πώς καταντήσατε τον Παναθηναϊκό;» ρίχνοντας μούντζες κι ανάθεμα προς τους πάντες –από τον Αλαφούζο μέχρι τον φροντιστή κι όποιον κουρεύει το χορτάρι στο Απήλιον (για όσους δεν έχουν υπόψη τους το έργο του Δημήτρη Ψαθά: η περί ης ο λόγος Μαντάμ είναι μια ονειροπαρμένη που αρνείται να συμβιβαστεί με την ιδέα πως έχει παντρευτεί τον κυρ-Παναγιωτάκη τον ψαρά, που την αποκαλεί «ζαργάνα μου» και ζει στον Βούθουλα).

Καταρχήν επειδή δεν καταλαβαίνω σε ποιον απευθύνεται το «καταντήσατε». Υπεύθυνοι, δηλαδή, για τη χτεσινοβραδινή εικόνα –ή για τη γκέλα στη Μυτιλήνη- είναι ο Ντίνας κι ο Τριανταφυλλόπουλος; Ο Αναστασίου που δήλωσε δημόσια πως έχει εμπιστοσύνη στο υλικό της ομάδας και πως αν είναι να έλθει κάποιος των ίδιων κυβικών με τους υπάρχοντες, ας μένει το βύσσινο; Ο Αλαφούζος, που σε μία εποχή που όλοι οι υπόλοιποι σφύραγαν αδιάφορα, βγήκε μπροστά και ανέλαβε το κάθε άλλο παρά αμελητέο ρίσκο της διαχείρισης ενός ζόρικου καραβιού;

Αν κάποιου του περισσεύουν καμιά εκατοστή εκατομμύρια –γιατί από την τσέπη και το πορτοφόλι όλα ξεκινούν- ή έχει την ικανότητα να συνεγείρει ένα εκατομμύριο Παναθηναϊκούς και να τους πείσει να συνεισφέρουν από εκατό ευρώ ο καθένας για το μεγαλείο της ομάδας, be my guest, που λέμε και στο Αιγάλεω. Αν όμως δεν υπάρχει κανείς τέτοιος, μήπως θα πρέπει πρώτοι εμείς να αποδεχτούμε και να συνειδητοποιήσουμε πως σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση θα πορευόμαστε μετρώντας τα κέρματα και τα ρέστα;

Έχει αλήθεια σκεφτεί κανείς πως ο φονέας της Ντιναμό Μινσκ Κλάους ανανέωσε προχτές στον ΠΑΟΚ με περισσότερα απ’ όσα παίρνει ο Μάρκους Μπεργκ; Πως ο Λαγός, ο Ντίνας, ο Δώνης ή ο Καρέλης (αλλά και ο Νάνο, ο Αμπέντ που είχαμε πέρυσι, ο Μπούι ή ο τζάμπα διαρκώς λοιδορούμενος Μπούρμπος) είναι μαθητούδια του Δημοτικού σε ό,τι αφορά στις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές τους παραστάσεις; Πως ο Αναστασίου, ο οποίος δημιούργησε πέρυσι μία ομάδα που χαιρόσουν να την βλέπεις, κάθεται μόλις για δεύτερη χρονιά σε πάγκο; Ξέρω, η εύκολη απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι να πεις «και τι με νοιάζει εμένα, Αλαφούζο κόψε το σβέρκο σου, βρες λεφτά και φέρε –α λα παλαιά- Ζάετς, Πάουλο Σόουζα, Ασάνοβιτς και Σαραβάκους».  Θα σας προτείνω όμως αμέσως μετά να βγάλετε το κομπιουτεράκι και να κάτσετε να λογαριάσετε πώς θα πληρώσετε την πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ στο τέλος του μήνα και αν φτάνουν τα λεφτά για να πάρετε και μπύρες μαζί με την πίτσα του delivery ή θα πεταχτείτε μέχρι το περίπτερο που τις έχει φτηνότερα –και να διερωτηθείτε αν τα κάνατε κάτι τέτοια πέντε χρόνια πριν.

Σόρι μάγκες, αλλά είμαι αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι πως και με αυτούς ακόμα τους παιχταράδες γκελάραμε (γιατί έτσι είναι το ποδόσφαιρο). Πως την αμέσως επόμενη χρονιά από τότε που η ομάδα του Ρότσα έφτασε στους 4, αποκλείστηκε μέσα σε ένα μήνα δύο φορές από Ρόζενμποργκ (στο Champions League) και Λέγκια (στο UEFA). Πως δίπλα στους παιχταράδες που λέγαμε, είχαν έρθει και ουκ ολίγα ακριβοπληρωμένα παλτά και κατιμάδες (μη λέμε ονόματα…), που, ανάλογα με την περίπτωση, μας βολεύει να ξεχνάμε (μα δε μας ένοιαζε τότε, λεφτά υπήρχαν –για όλους). Θυμάμαι όμως πως και τότε πολλοί ήταν εκείνοι που έκραζαν αχαλίνωτα (η γιούχα που έχει φάει ο Γεωργακόπουλος, ο Σαραβάκος, η ομάδα του Κυράστα στη ρεβάνς με τη Γκράτσερ και οι πάντες στο ματς με την Σάλτσμπουργκ του Όσιμ ακόμα ηχούν στα αυτιά μου).

Δυσκολεύομαι να καταλάβω τους οπαδούς της Λίβερπουλ, που μολονότι έχουν να δουν χαρά από τότε που βγήκαν οι μπριζόλες, έχουν θεοποιήσει τον υπερ-Μπασινά Τζέραρντ και τον αρχι-Μπαρμπαγιώργο Κάραγκερ (ποιος; Η Λίβερπουλ που κάποτε είχε να καμαρώνει για Κήγκαν και Στηβ Χάιγουει και Νταλγκλίς και Άλαν Κένεντι). Ως άνθρωπος όμως και οπαδός αρνούμαι να γιουχάρω παίκτη της ομάδας μου, καθ’ όσο διάστημα φορά τη φανέλα της (από την άλλη, θα μου πεις, εδώ τα ακούει ο Κασίγιας, δε θα τα ακούει ο Κοτσόλης…). Και δεν μπορώ με τίποτε τις Μαντάμ Σουσούδες…

Υ.Γ. Ποδοσφαιρικά μιλώντας, θεωρώ πως λάθεψε ο Αναστασίου γυρνώντας στο κέντρο της άμυνας τον Μέντες (από τη μία χάνεις έναν πολλαπλά πολύτιμο παίκτη από τη μεσαία γραμμή και από την άλλη δείχνεις «προς τα μέσα» ότι δεν έχεις σε ιδιαίτερη υπόληψη τα σέντερ μπακ σου). Καθώς επίσης και ότι χτες είχε, ως αλλαγή τουλάχιστον, θέση ο Μπαϊράμι.

Exit mobile version