Βασίλης Μοιρώτσος

Οταν ο πατέρας μου έκλαψε για τον Φυλακούρη…

Οταν ο πατέρας μου έκλαψε για τον Φυλακούρη…

Ο Βασίλης Μοιρώτσος γυρίζει τον χρόνο πίσω, στο 2005 και εύχεται χρόνια πολλά στον Παναθηναϊκό μέσω μιας ιστορίας που τον έκανε να καταλάβει τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο σύλλογος.

Φεβρουάριος του 2005, η Λεωφόρος γεμάτη, οι παίκτες κάνουν ζέσταμα, το Παναθηναϊκός – Σεβίλλη θέλει ένα τέταρτο για να ξεκινήσει. Πρώτα μου χρόνια στη δημοσιογραφία, κάθομαι στα εξωτερικά «δημοσιογραφικά» της Λεωφόρου, νέος και «ψαρωμένος». Περιμένω το τηλέφωνο να χτυπήσει. Χτυπάει.

«Έλα, είσαι από κάτω, να κατέβω να σου φέρω το εισιτήριο;»

«Βασίλη δεν θα έρθω. Δεν βρίσκω να παρκάρω πουθενά. Σκέψου ότι έχω φτάσει μέχρι το Χίλτον, γίνεται πανικός και το παιχνίδι ξεκινάει σε δέκα λεπτά. Κάποια άλλη φορά, δεν πειράζει».

«Όχι, όχι μπαμπά. Δεν γίνεται να το χάσεις αυτό το παιχνίδι. Άσε το αυτοκίνητο στο Χίλτον και έλα με τα πόδια. Κι αν χάσεις και δέκα λεπτά δεν τρέχει τίποτα».

«Δεν πειράζει ρε αγόρι μου. Τον έχω δει τον Τότη να αγωνίζεται. Τον έχω δει να μπαίνει στο Γουέμπλεϊ, δεν με ενοχλεί, αλήθεια».

«Σε ενοχλεί. Το ξέρω. Ήταν ο αγαπημένος σου και τώρα είναι προπονητής στον Παναθηναϊκό. Ίσως στο ένα και μοναδικό του παιχνίδι στον πάγκο. Δεν γίνεται να το χάσεις. Σε περιμένω. Κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς».

«Μα ρε Βασίλη».

«Δεν έχει μα πατέρα. Άσε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου αν χρειαστεί. Είναι η πρώτη φορά που μου ζητάς κάτι εσύ και όχι εγώ. Απλά δεν γίνεται να μην έρθεις απόψε στο γήπεδο».

Ο πατέρας μου εν τέλει τα κατάφερε. Ο μπαγάσας, με τη σέντρα ανέβαινε τα σκαλάκια. «Που βρήκες και πάρκαρες;». – «Δεν έχει σημασία τώρα, πάμε να δούμε το ματς». Και το είδαμε. Δίπλα – δίπλα. Όλη την ώρα τα μάτια του ήταν κολλημένα στον Τότη. Πρέπει να πέρασαν από μπροστά του όλα τα παιδικά του χρόνια μέσα σε 1,5 ώρα. Ο Παναθηναϊκός κέρδισε με τη γκολάρα του Βύντρα. Και όταν το ματς τελείωσε, ο πατέρας μου έφυγε για πρώτη φορά από δίπλα μου. Κατέβηκε 6-7 θέσεις πιο κάτω, κοιτούσε όλο το γήπεδο, άκουγε το «κάνε την ομάδα πάλι πρώτη, γεια σου Τότη» και έκλαιγε. Όπως σας το λέω. Έκλαιγε με λυγμούς. Ήμουν 21 ετών και δεν τον είχα δει ΠΟΤΕ να κλαίει. Και τον είδα στην Λεωφόρο να κλαίει για τον Τότη, για την Λεωφόρο, για τον Παναθηναϊκό.

Ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή 1,5 χρόνο αργότερα. Σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 2006. Εκείνο το ματς με τον Τότη στον πάγκο ήταν το τελευταίο που είδε από κοντά. Εκείνο το βράδυ ήταν το ένα και μοναδικό βράδυ που τον είδα να κλαίει. Εκείνο το βράδυ κατάλαβα τι είναι ο Παναθηναϊκός και τι οι «ήρωες» του που έχουν φορέσει τη φανέλα με το τριφύλλι εδώ και 107 χρόνια…

Από εκείνο το βράδυ και μετά κατάλαβα ότι το παρκάρισμα είναι το πιο ασήμαντο πράγμα του κόσμου. Και πως ο Παναθηναϊκός είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή όσων τον έχουν δει έστω και μία φορά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας…

Χρόνια πολλά…

Exit mobile version