Καραβιές σταρ έχει κουβαλήσει η οικογένεια Γιαννακόπουλου στον Παναθηναϊκό από το 1987 που ενεπλάκη στα κοινά του μπάσκετ. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, ωστόσο, θα συμφωνήσει ότι σαν το Ντέγιαν δεν ήταν κανείς, παρότι το βιογραφικό του υστερούσε απ’ το αντίστοιχο του Ντομινίκ και του Νίκου Γκάλη. Δεν θυμόμαστε άλλο ξένο αθλητή να έχει οικοδομήσει τέτοιους δεσμούς αίματος με τον κόσμο!
Ο Μποντιρόγκα ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1998 ως αντικαταστάτης του Μπάιρον Σκοτ που είχε οδηγήσει την ομάδα στο πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 14 χρόνια αναμονής. Ο πρώην «Λέικερ» είχε φυλάξει το καλύτερο για το τέλος, αφού στον 5ο τελικό με τον ΠΑΟΚ «πέταγε» επιθετικά, παίζοντας κι εξαιρετική άμυνα τον Πέτζα Στογιάκοβιτς. Οι φίλαθλοι τον αγάπησαν περισσότερο για τον αέρα γκλαμουριάς που έφερνε στο Μαρούσι λόγω των δαχτυλιδιών πρωταθλητή που κουβαλούσε από το Λος Αντζελες παρά για την αγωνιστική του παρουσία.
Το timing του «γάμου» με τον «Ντέκι» ήταν ιδανικό αφού ο παικταράς έφτασε στην Αθήνα την εποχή που ο Παναθηναϊκός θεμελίωνε την δυναστεία του. Η πρώτη του χρονιά σημαδεύτηκε απ’ το γκρέμισμα της παράδοσης στο ΣΕΦ και τα παθιασμένα φιλιά που έδινε στο τριφύλλι στρεφόμενος προς την εξέδρα όταν το ρολόι μετρούσε τα 60 τελευταία δευτερόλεπτα του ντέρμπι! Το 2000 ηγήθηκε μιας εκ των κορυφαίων ομάδων της παναθηναϊκής ιστορίας στο δρόμο για το 2ο ευρωπαϊκό και το 2002 στη Μπολόνια κυριάρχησε επί του Μανού Τζινόμπιλι, μετέπειτα πρωταθλητή κόσμου με την Αργεντινή και τους Σαν Αντόνιο Σπερς. Με 21 πόντους, 7 ριμπάουντ και 4 ασίστ σε 38 λεπτά συμμετοχής ο Ντέγιαν προσυπέγραψε την μεγαλύτερή του ραψωδία, την βραδιά που το τριφύλλι γινόταν η πιο πετυχημένη ομάδα της δεκαετίας, σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωλίγκας.
Έριξε πίσω του «μαύρη πέτρα» μετά από εβδομάδες αηδιασμένος από το γεγονός ότι ο πρωταθλητής Ευρώπης δεν μπόρεσε να πάρει εγχώριο τίτλο, μάλιστα ο πύρινος κόσμος είχε φροντίσει να εκτοξεύσει το ξενέρωμά του υποδεχόμενος με πέτρες το πούλμαν της ομάδας που κατέβαινε ΣΕΦ για τον δεύτερο ημιτελικό των πλέι-οφ. Το καλοκαίρι του 2002 αναχώρησε για Βαρκελώνη χαρίζοντας λίγο αργότερα στη Μπάρτσα το πρώτο της ευρωπαϊκό! Ενάμιση χρόνο μετά την φυγή του, στις λαμαρίνες του Σπόρτιγκ ο παίκτης τα έχασε από τις εκδηλώσεις αγάπης των οπαδών και μετά δυσκολίας συγκράτησε τα δάκρυά του. Τίποτα όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με την υποδοχή που του επιφύλαξαν 20.000 Παναθηναϊκοί στις 15.11.2006 όταν σαν παίκτης της Ρόμα αποθεωνόταν ακόμα κι όταν «μάτωνε» το πράσινο διχτάκι. Εκείνη τη βραδιά το κοινό βλέποντας τον ημίθεο Ντέκι να έχει τόσο θνητές αντιδράσεις συγκίνησης κατάλαβε ότι ακόμα κι οι Θεοί κλαίνε!
Το αντάμωμά του αθλητή με τον Ομπράντοβιτς ήταν κομβικό, αμφότεροι περφεξιονιστές έδιναν σημασία ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, μην αφήνοντας το παραμικρό στην τύχη. Ο ταλαντούχος φόργουορντ κουβαλούσε μέσα του ασίγαστο πάθος, ακόρεστη δίψα για τη νίκη, «θυμό» για τον αντίπαλο κι ήταν ικανός να τα μεταλαμπαδεύσει στους συμπαίκτες του. Ο πρωταθλητισμός ήταν γι αυτόν τρόπος ζωής, τον έτρεφε ψυχικά/πνευματικά επειδή του έδινε την ευκαιρία να ξεπερνά διαρκώς τα όρια που έθετε! Υπερέβαινε διαρκώς τον πήχη, ουδέποτε επαναπαυόταν ενώ το κίνητρο της διατήρησης των κεκτημένων απέναντι στον Ολυμπιακό τον κρατούσε μονίμως «πεινασμένο». Η εσωτερική δίψα για νίκες, διακρίσεις αποτελούσε σημείο αναφοράς στα ενδότερα του συλλόγου, αφαιρόντας από το μυαλό των Ελλήνων παικτών λογικές πρόσκαιρης ικανοποίησης. Στο δικό του νου η ικανοποίηση ισούνταν απαρέγκλιτα με την πρωτιά, οτιδήποτε λιγότερο ήταν αποτυχία.
Μαζί με τον Ζέλικο μετέτρεψαν τον Παναθηναϊκό σε μηχανή καταβρόχθισης τροπαίων αφού εμφύτεψαν στο ΟΑΚΑ το σπάνιο ψυχικό και πνευματικό τους DNA. O Nτέγιαν υπήρξε ΕΝΑΣ, μοναδικός, ασύγκριτος, αναντικατάστατος, ακόμα και σήμερα, 13 χρόνια μετά την φυγή του από την Αθήνα η μπασκετική του ευφυΐα (κάτι που ισοσκέλιζε το όχι και τόσο αθλητικό του κορμί) και το δέσιμο με την εξέδρα εξακολουθούν να «στοιχειώνουν» τους οπαδούς. Ήταν ο τελευταίος master of the game, πάνω στον οποίο χτίστηκε η ομάδα. Μετά από αυτόν ΟΛΟΙ έβαλαν το κεφάλι τους κάτω από την σκέπη του συνόλου. Ακόμα κι ο Σάρας Γιασικέβτσιους που ήρθε στα λημέρια μας ως mega star έφαγε τόσο πάγκο όσο δεν είχε φάει ποτέ στη διάρκεια της ευρωπαϊκής του θητείας. Όσοι δεν άντεξαν το συγκεκριμένο μοτίβο αναζήτησαν την τύχη τους αλλού…
Ο Σέρβος λειτουργούσε στο γήπεδο ως alter ego του Ομπράντοβιτς, μεταδίδοντας στον περίγυρο το πνεύμα νικητή που τον διακατείχε. Όταν μπίσταγε τη μπάλα στο παρκέ νόμιζες ότι διαρκώς ήταν μια φάση μπροστά από συμπαίκτες κι αντιπάλους. Πρόσφερε σχεδόν σε κάθε αγώνα 30 πόντους (με ατομικά καλάθια ή ασίστ) κι ανήκει στους αθλητές που οι προπονητές δεν θα επιθυμούσαν για κανένα λόγο αντίπαλο σε αγώνες που κρίνονταν στο τέλος. Τέτοιοι ήταν η αφεντιά του, ο Γκάλης, ο Ντράζεν, ο Σαμπόνις, ο Γιασικεβίτσιους, ο Τζινόμπιλι. Ο Μποντιρόγκα γεννήθηκε σταρ, δεν χρειάστηκε να γίνει…