Έκλεισε τα 56 του χρόνια χθες ο Ντομινίκ Γουίλκινς, η κορυφαία μεταγραφή Αμερικανού καλαθοσφαιριστή στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Τυχεροί όσοι τον ζήσαμε live αν και καθαρά αγωνιστικά η τεράστια αυτή φυσιογνωμία του αθλήματος μάλλον δεν θα έμπαινε καν στη διαδικασία να περάσει τον Ατλαντικό αν ήξερε με τι προπονητή θα έμπλεκε.
Aναμφίβολα ισχυρότατη προσωπικότητα ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, αλλά εκείνες τις μέρες μέσα στη μέθη της απόκτησης του «Ζόιντ» λίγοι προβληματίστηκαν για το πως θα ταίριαζαν τα χνώτα αθλητή-κόουτς.
Ο «Ηuman Ηighlight Film» ακόμα και στα 35 του ήταν μέγιστη ατραξιόν για το μπάσκετ της ηπείρου μας παρότι είχε χάσει μέρος της τρομερής εκρηκτικότητας/αλτικότητας που τον χαρακτήριζε. Φυσιολογικά μετά από τόσα χρόνια στην Αμερική είχε κάνει κτήμα του το «ελεύθερο» μπάσκετ, δύσκολα θα έμπαινε σε καλούπια σετ παιχνιδιού που είχε αναγάγει σ’ επιστήμη ο Μπόζα, δημιουργώντας σχολή. Δύο χρόνια νωρίτερα μ’ αυτό το αντιτουριστικό τρόπο παιχνιδιού είχε πάρει πρωτάθλημα Ευρώπης στο ΣΕΦ, λυγίζοντας την Μπενετόν του Τόνι Κούκοτς, αναγκάζοντας το σύνολο των κόουτς της γηραιάς ηπείρου να τον κοπιάρει.
Το τριφύλλι εκείνη τη σεζόν έφτασε να χάνει ακόμα κι από την…Μπενφίκα (!), ο Γουίλκινς αδυνατούσε να βρει ρυθμό λόγω των αδειών που έπαιρνε για να βρίσκεται στις ΗΠΑ (έχασε τον πατέρα και την γιαγιά του με διαφορά μερικών μηνών), ενώ αντιμετώπισε προβλήματα και με την συμβία του, ωστόσο η τεράστια εμπειρία του τον βοήθησε να φορτσάρει τότε που η ομάδα τον χρειαζόταν.
Ο τύπος διέλυσε τον Ολυμπιακό στον προημιτελικό Κυπέλλου και στην Ευρωλίγκα «λιάνισε» Μπενετόν, ΤΣΣΚΑ, Μπαρτσελόνα στα παιχνίδια που η μπάλα τσουρούφλιζε. Απέναντι στους Καταλανούς μάλιστα ήταν κομβικότατος παίζοντας πάουερ-φόργουορντ (!) καταστρέφοντας κάθε αμυντικό πλάνο του Αϊτο, αγωνιζόμενος με πλάτη προς τη ρακέτα αντί να δοκιμάσει το αγαπημένο του «τρέξιμο, διείσδυση, κάρφωμα».
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο «Νικ» είχε για προπονητή τον… Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου στα χέρια του οποίου η ομάδα μήνες νωρίτερα είχε παίξει επιθετικό και γρήγορο μπάσκετ βασισμένη στο τρίπτυχο «ριμπάουντ Βράνκοβιτς, γρήγορη πάσα από Γιαννάκη /Σοκ, run and gun απ’ τον Πάσπαλιε».
Μπορεί η υστεροφημία του Ντομινίκ ν‘ αμαυρώθηκε από την κοπάνα του πριν τα τελευταία παιχνίδια με τον Ολυμπιακό (χωρίς τον κορυφαίο του σκόρερ ο πρωτάθλητής Ευρώπης δέχθηκε την «35άρα», λεπτομέρεια που οι απέναντι «ξεχνούν»), από τα φέσια που άφησε ενθύμιο στην διοίκηση, από την άσχημη σωματική του κατάσταση όταν πήγε γι’ «αρπαχτή» στην Τιμσίστεμ Μπολόνια (οι Ιταλοί έκλαιγαν τα λεφτά τους αφού η συνύπαρξη με τους Ντέιβιντ Ρίβερς, Κάρλτον Μάιερς που ήθελαν πολύ ώρα τη μπάλα στα χέρια τους αποδείχθηκε τραυματική), αλλά για τους Παναθηναϊκούς θα παραμένει εσαεί «βασιλιάς».
Δεν έμεινε καιρό στα μέρη μας για να λατρευτεί σε βαθμό παροξυσμού όπως ο Ντέγιαν ή ο Σάρας αλλά χάρισε το ΠΡΩΤΟ χωρίς να πολυσκοτίσει το μυαλό του με τακτικές, συστήματα. Με τη μπάλα πάντα στο δεξί και δολοφονικό βλέμμα προς το καλάθι αρκούσε το 50% του μπάσκετ που είχε μέσα του για να κατακτήσει ο σύλλογος τα 2/3 των στόχων που είχε θέσει το καλοκαίρι του 1995. Μας έμεινε απωθημένο τι θα μπορούσε να πετύχει με κόουτς που θα τον άφηνε περισσότερο λάσκα! Φυσικά η ιστορία μπορούσε να γραφτεί διαφορετικά αν ο Παναθηναϊκός τον είχε διαθέσιμο σ’ όλη τη «σειρά» του 1995-1996.