Ήταν Ιούνιος του 2014, λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη νίκη της Αριστεράς στις ευρωεκλογές, με την κρίση να βαθαίνει και την κυβέρνηση Σαμαρά να πνέει τα λοίσθια. Στις δημοτικές εκλογές, δήμαρχος Πειραιά εκλέγεται ο Γιάννης Μώραλης και δήμαρχος Βόλου ο Αχιλλέας Μπέος. Την ώρα που η χώρα ασχολείται με τη συμμετοχή της εθνικής ομάδας στο Μουντιάλ, μια σημαντική είδηση αλλάζει για λίγο την επικαιρότητα. Είναι η υπόθεση του πλοίου «Noor One».
Υστερα από συντονισμένες επιχειρήσεις του Λιμενικού Σώματος με τη βοήθεια των αμερικανικών αρχών δίωξης ναρκωτικών, σε διάφορα σημεία της Αττικής πιάνονται 2,1 τόνοι ηρωίνης υψηλής καθαρότητας – η μεγαλύτερη ποσότητα που έχει κατασχεθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη. Την ώρα που κατρακυλούσαν διεθνώς οι τιμές του πετρελαίου, κάποιοι φαίνεται ότι προτίμησαν την ηρωίνη. Ακολουθεί μπαράζ συλλήψεων Ελλήνων επιχειρηματιών από τον ναυτιλιακό χώρο και αρκετών αλλοδαπών κατηγορουμένων.
Ενάμιση χρόνο μετά, για μια υπόθεση που έκανε τον δημοσιογραφικό γύρο του κόσμου, δικάζονται στο Εφετείο Αθηνών 33 κατηγορούμενοι. Οταν οι δρόμοι, οι πλατείες και οι φυλακές είναι γεμάτες με παιδιά που έχασαν τη ζωή τους από την ηρωίνη, είναι τουλάχιστον εξωφρενική η αδιαφορία της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ για τη δίκη αυτή. Μια δίκη που δεν αφορά μόνο τους κατηγορούμενους και τους συγγενείς τους.
Η υπόθεση «Noor One» αφορά την εδραιωμένη διαφθορά δεκαετιών στη χώρα, κάποιους εφοπλιστές που πλούτισαν επί δεκαετίες «σκληρής» δουλειάς, τη φοροδιαφυγή, τα ορατά και αόρατα νήματα που συνδέουν τον υπόκοσμο εντός και εκτός Ελλάδος με μέρος της επιχειρηματικής ελίτ, αλλά ακόμα και εκπροσώπους των θεσμών.
Αφορά ταυτόχρονα όμως την (επιλεκτική ανάλογα με το στρατόπεδο) ενημέρωση της κοινής γνώμης, τη λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης και την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων μπροστά στην ομερτά των αντικρουόμενων συμφερόντων.
Κανένας δεν ξυπνάει ένα ωραίο πρωί με την ιδέα να πλουτίσει μεταφέροντας από τον Περσικό κόλπο ένα πλοίο γεμάτο ηρωίνη. Χρειάζεται τριβή στην πιάτσα, εμπειρίες από παρόμοιες μεταφορές πάσης φύσεως «προϊόντων» (τσιγάρων, πετρελαίων, όπλων, ναρκωτικών ακόμα και ανθρώπων), γνώσεις στη διακίνηση βρόμικου χρήματος, κατάλληλους συνδέσμους, ανθρώπους εμπιστοσύνης, εταιρειών ευκαιρίας, νηολόγων, πρακτόρων και δικηγόρων που να γνωρίζουν τους κατάλληλους ελιγμούς και τους νόμους της κάθε «επίμαχης» χώρας.
Μόνο που σε μια «κακιά στιγμή» το έγκλημα ήρθε στο φως. Πολλές δικογραφίες συνενώθηκαν στην ανακριτική διαδικασία, ενώ, λίγες εβδομάδες πριν αρχίσει η δίκη, μέλη της ομάδας των λιμενικών που εξάρθρωσαν το κύκλωμα, παρά τρίχα να υποστούν «τυχαίες» μεταθέσεις.
Την ίδια περίοδο, η πρόεδρος του Εφετείου Κακουργημάτων που προΐσταται φιλανθρωπικού ιδρύματος του Πειραιά εμφάνισε… μυϊκούς πόνους και παραιτήθηκε από την εκδίκαση της υπόθεσης, δύο κρίσιμοι μάρτυρες κατηγορούμενοι έχασαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι τέθηκαν σε καθεστώς προστασίας. Με την απόκρυψη αυτής της δίκης από τα μέσα ενημέρωσης και ενώ ο φόβος ανιχνεύεται στα πρόσωπα όσων έχουν ενεργό και κρίσιμο ρόλο σε αυτήν, τι θα γίνει άραγε με το επόμενο παρόμοιο φορτίο;
Η «Εφ.Συν.» παρακολουθεί την υπόθεση από την πρώτη στιγμή και παρουσιάζει σήμερα συγκεντρωτικά στοιχεία μιας δικαστικής και ανακριτικής διαδικασίας, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές διαδρομές αυτού του μικρού… βαποριού απ’ την Περσία».