Αθήνα, χειμώνας 1970. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και το ορφανοτροφείο έχει ετοιμάσει μια γιορτή, ανοιχτή για τον κόσμο που θέλει να την παρακολουθήσει. Λίγο η συμπόνια, λίγο η περιέργεια για «τα ορφανά», γέμισαν τα καθίσματα στο αμφιθέατρο. Ανάμεσα στους θεατές και η γιαγιά μου, νεαρή κοπέλα τότε… Ακόμα και σήμερα, όποτε περιγράφει εκείνη την ημέρα τα μάτια της τρέχουν σαν βρύσες ξεχασμένες.
Μετά από ένα τραγούδι της χορωδίας, ανέβηκε στη σκηνή ένα κορίτσι γύρω στα δώδεκα, αδύνατο με ξανθές μπούκλες που είναι πια λες και έχει περάσει από την ακοή στη μνήμη μου, θα ορκιζόμουν πως την έχω δει. Είπε ένα ποίημα για το μικρό Χριστό με τα μάτια να κοιτούν στο πάτωμα. Μόλις τελείωσε σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τους θεατές. Το βλέμμα της διαπεραστικό, περιπλανήθηκε στο αμφιθέατρο από άκρη σε άκρη. Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή ώσπου ήρθε η τρεμάμενη φωνή της να τη σπάσει.