Ο χειμώνας ήρθε και μαζί του έφερε την -ολίγον τι- απαξιωμένη στα μάτια των πολλών μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου. Στο διάστημα αυτό, οι σύλλογοι έχουν την δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μεσούσης της σεζόν τα καθιερωμένα… μπαλώματα στο ρόστερ τους, προκειμένου να ανεβάσουν την ποιότητά του.
Βέβαια όπως όλοι γνωρίζουμε, έχοντας πλέον αρκετή εμπειρία από αυτήν την διαδικασία, οι κινήσεις που πραγματοποιούνται εντός της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου, για πολλούς και διάφορους λόγους, καταλήγουν ως «παλτά» στις «κρεμάστρες» των αποδυτηρίων, με τις αξιόλογες προσθήκες να λαμβάνουν συχνά-πυκνά διαστάσεις… μύθου καθώς αποτελούν την «ηχηρή» μειοψηφία του ισοζυγίου.
Ρίχνοντας μια εξειδικευμένη ματιά στα «κιτάπια» του Παναθηναϊκού, παρατηρούμε πως οι «πράσινοι» δεν διέφυγαν του κανόνα που θέλει τους «μουσαφιραίους» του εντός του χειμώνα να φεύγουν… νύχτα μόλις ανοίξει ο καιρός.
Πάντα όμως, υπάρχουν και οι «φωτεινές» εξαιρέσεις στον κανόνα και το Panathinaikos24.gr σας παρουσιάζει τη δική του λίστα με τις πέντε πιο αξιόλογες και τις πέντε χειρότερες μεταγραφές που πραγματοποίησε ο σύλλογος στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, οι ποδοσφαιριστές που συγκροτούν τη δική μας λίστα θα μείνουν αξέχαστοι στους οπαδούς του συλλόγου!
Τα «διαμάντια»
Δικαιωματικά, χωρίς δεύτερη σκέψη και ουδεμία αντίρρηση, το «φωτεινότερο» παράδειγμα της λίστας ακούει στο όνομα Κριστόφ Βαζέχα.
Ο Πολωνός, ο οποίος ήρθε στον Παναθηναϊκό ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων λίγο πριν «εκπνεύσει» το 1989 (και προκάλεσε πολλούς… πονοκεφάλους στα τότε ΜΜΕ που έψαχναν εναγωνίως να βρουν πως στο καλό προφέρεται το ονοματεπώνυμό του) έμελλε όχι απλά να καθιερωθεί στους «πράσινους», αλλά να γράψει τη δική του ιστορία. Επί 15 συναπτά έτη αποτέλεσε την «αιχμή» του «δόρατος» στην επίθεση και τελείωσε την καριέρα του ως ένας εκ των μεγαλύτερων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν τη φανέλα με το τριφύλλι και αγωνίστηκαν στην Ελλάδα. Πως αλλιώς να γινόταν, αφού ο δικός μας Χρήστος πέτυχε συνολικά 319 γκολ σε 553 επίσημους αγώνες (highlight αυτό στο Άμστερνταμ), κατακτώντας 5 πρωταθλήματα Ελλάδος, 5 κύπελλα, 2 Σούπερ Καπ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, κανείς από τους επόμενους της λίστας μας δεν πλησίασε τη συνεισφορά και τον αντίκτυπο της παρουσίας του Βαζέχα, αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προσέφερε αρκετά στο διάστημα που αγωνίστηκε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού.
Οι επόμενοι δύο της πεντάδας θα μπουν παρέα στο ίδιο «πακέτο», καθώς πέρασαν τις «πύλες» της Παιανίας (τότε) με διαφορά λίγων ημερών. Ο Εμάνουελ Ολισαντέμπε και ο Γιούρκας Σεΐταρίδης άφησαν τη Βαρσοβία και τα Γιάννενα κατηφορίζοντας στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2001.
Ο μεν πρώτος αποτελούσε για μήνες την «καψούρα» των «πρασίνων», οι οποίοι τον είχαν πρωτοσυναντήσει στα προκριματικά του Champions League το καλοκαίρι του 2000 και από τότε τον πολιορκούσαν στενά μέχρι να αποσπάσουν την υπογραφή του. Ο Ολισαντέμπε δεν άργησε να αφήσει το «στίγμα» του και να μεταμορφωθεί στον «Μανωλάκη» της καρδιάς μας, ο οποίος σε αρκετές περιπτώσεις έδινε την ευκαιρία στους αντιπάλους του «να τον δούνε και να πούνε ωωω…», όπως έλεγε και το αλησμόνητο σύνθημα της εποχής. Τα απανωτά… buzzer beater του στην Τούμπα και στην Ηλεία, τα οποία χάρισαν το πρωτάθλημα στον Παναθηναϊκό το 2004 μνημονεύονται ακόμη.
Ο δε Γιούρκας, το Ποντιόπουλο που γεννήθηκε στον Πειραιά, είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον των μεγάλων ομάδων της Ελλάδας χάρη στις εξαιρετικές του εμφανίσεις με τη φανέλα του ΠΑΣ Γιάννενα, με τον Παναθηναϊκό να επικρατεί του ανταγωνισμού και να τον ντύνει στα πράσινα. Ο Σεΐταρίδης πρόλαβε να κάνει από νωρίς αισθητή την παρουσία του και προκάλεσε αρκετό «ντόρο» εντός και εκτός Ελλάδος με τις εμφανίσεις του. Βασικό στέλεχος της ομάδας την τριετία που αγωνίστηκε με τους «πράσινους», μπήκε στο «μάτι» του Σερ Άλεξ σκοράροντας κόντρα στη Γιουνάιτεντ (Who is this Giourkas?) κατέκτησε το νταμπλ του 2004 και στη συνέχεια στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης.
Έπειτα, ήρθε η σειρά να χορέψουμε το δικό μας… τάνγκο, προς τιμήν του Έκι Γκονζάλεζ. Ο βιρτουόζος επιθετικός μέσος ήρθε στον Παναθηναϊκό τον Ιανουάριο του 2004 και αντικειμενικά τα λεφτά που δαπανήθηκαν για την απόκτησή του από την Ροζάριο Σεντράλ (μόλις 500.000 ευρώ) «χαντάκωναν» την πραγματική του αξία, όπως φάνηκε και μετέπειτα. Με το «καλημέρα» συνέβαλε ώστε να κατακτηθεί το νταμπλ του 2004, με τον Παναθηναϊκό να «τρίβει» τα χέρια του καθώς είχε βρει ένα «10αρι» που θα άφηνε εποχή. Αγαπήθηκε όσο λίγοι από την «πράσινη» εξέδρα, αλλά η ευπάθειά του στους τραυματισμούς και το «φλογερό» ταμπεραμέντο του (αξέχαστος ο «σκυλοκαυγάς» με τον Παπαδόπουλο) δεν τον άφησαν να δείξει όλα όσα ήθελε με το «τριφύλλι».
Από την Αργεντινή στη Λάρισα, για χατίρι του Φάνη Γκέκα, ο οποίος αποτελεί το τελευταίο όνομα της λίστας των «διαμαντιών». Ο χειμώνας του 2005 υπήρξε καθοριστικός για εκείνον, καθώς επέλεξε να συνεχίσει την καριέρα του στον Παναθηναϊκό, αφήνοντας την Καλλιθέα με την οποία είχε προλάβει να σημειώσει 10 γκολ σε 13 συμμετοχές εκείνη τη σεζόν. Οι «πράσινοι» του έδωσαν αμέσως φανέλα βασικού και εκείνος δεν τους απογοήτευσε, ωστόσο δεν ευτύχησε να πανηγυρίσει το πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν το οποίο χάθηκε στις λεπτομέρειες. Έμεινε στην Παιανία μέχρι το 2007 όπου και μετακόμισε στη Γερμανία, έχοντας πετύχει 23 τέρματα σε 41 συμμετοχές με το «τριφύλλι», μία διόλου ευκαταφρόνητη επίδοση.
Τα… παλτά!
Αντικειμενικά, η παραπάνω λίστα χρειάστηκε λίγο παραπάνω κόπο για να συγκροτηθεί καθώς οι διαθέσιμες επιλογές ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν συνέβη το ίδιο όμως και με την αντίστοιχη των «παλτών» καθώς τους τελευταίους 15 (και βάλε) χειμώνες έχουν φορέσει τα πράσινα αρκετοί παίκτες οι οποίοι μνημονεύονται μέχρι σήμερα, αλλά για τους λάθος λόγους…
Συγχωρέστε μας για το «στρίμωγμα» που θα διαβάσετε στην κορυφή της λίστας μας, αλλά όπως και να το κάνουμε, οι επιλογές του Παναθηναϊκού στα μέσα της σεζόν 2012/13 όχι μόνο δεν βοήθησαν τον σύλλογο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, προκάλεσαν και προκαλούν την ευθυμία (για να το πούμε όσο πιο ευγενικά μπορούμε) στις κουβέντες μεταξύ των οπαδών της ομάδας.
Εκείνο τον χειμώνα φόρεσαν τη φανέλα του Παναθηναϊκού παίκτες όπως ο Γιοχέι Καζιγιάμα ο οποίος «έχτισε» την καριέρα του στην δεύτερη κατηγορία της Ιαπωνίας και… γκρέμισε τα στερεότυπα που έκαναν λόγο για τους «γρήγορους Ιάπωνες», «κλέβοντας» παράλληλα την παράσταση με το χαμόγελό του. Τον Καζιγιάμα ακολούθησε ο Νίκι Κάιπερ, ο οποίος είχε δηλώσει ευθαρσώς πως μπορούσε να αγωνιστεί αμφίπλευρα, σε χιαστί πλευρές και ο ανήμπορος να βοηθήσει, Χοκίν Εσπάρθα από την Ουέσκα. Τα οικονομικά του συλλόγου άγγιζαν το «ναδίρ» εκείνη την περίοδο, αλλά το πλάνο για φθηνή και ποιοτική ενίσχυση του ρόστερ όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά «χαντάκωσε» ακόμη περισσότερο τον Παναθηναϊκό.
Μια τετραετία νωρίτερα (2009), ο Γιακούμπ Βαβζίνιακ ήρθε στην Ελλάδα ως ο «εκλεκτός» για τα μετόπισθεν του τότε πολυμετοχικού Παναθηναϊκού. Εκείνος ο Ιανουάριος θα μείνει αλησμόνητος στους φίλους της ομάδας οι οποίοι περίμεναν Γκαλάς, με τον τότε Τύπο να αναφέρει για περίπου είκοσι ημέρες πως «είναι κοντά στο να πατήσει Ελλάδα», αλλά προέκυψε… Γιακούμπ, λίγο πριν τη λήξη της διορίας των μεταγραφών, στα τέλη Ιανουαρίου. Ο Βαβζίνιακ έδειξε απευθείας τα… διαπιστευτήριά του, καθώς παρότι ταλαντούχος (στα χαρτιά), ήταν παράλληλα όλιγον τι γκαφατζής. Προσθέστε και το γεγονός πως λίγες εβδομάδες αργότερα πιάστηκε ντοπέ και το «γλυκό» έδεσε…
Συστήθηκε στον Παναθηναϊκό «πληγώνοντας» τον, καθώς σκόραρε κόντρα στους «πράσινους» με τη φανέλα του Άγιαξ στη ρεβάνς της επικής νίκης του Άμστερνταμ τον Απρίλιο του 1996. Μια δεκαετία αργότερα (2005) η μοίρα έφερε τον Νόρντιν Βόουτερ πίσω στην Αθήνα, αυτή τη φορά ως παίκτη της ομάδας και όχι ως αντίπαλο. Ωστόσο, όπως φάνηκε, η περιρρέουσα άποψη αναφορικά με το ταλέντο του είχε μείνει στην εποχή που αποτελούσε μαζί με τους υπόλοιπους τη «φουρνιά» των «τρομερών μωρών του Άγιαξ». Ε, αυτό το «μωρό» μεγάλωσε, βάρυνε και δεν κατάφερε να δικαιώσει ούτε στο ελάχιστο τις προσδοκίες που υπήρχαν για εκείνον.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, τις πύλες της Παιανίας περνούσε ένας «μπομπέρ». Ο λόγος για τον Νιόγκου Ντεμπά Νιρέν, τον άνθρωπο που είχε «βγάλει μάτια» με τη φανέλα του Άρη τη σεζόν 2002/3, σκοράροντας 15 γκολ σε 22 συμμετοχές. Η τρομερή αυτή επίδοσή του δεν του εξασφάλισε την άμεση μεταγραφή του καθώς αφέθηκε ελεύθερος (!) από τους «κίτρινους» το ίδιο καλοκαίρι και αφού έκανε ένα μικρό πέρασμα από τη Λέφσκι Σόφιας, εντάχθηκε στον Παναθηναϊκό (2004). Οι επιδόσεις του με τα «πράσινα»; Ανάλογες του Βίκτορ Ιμπάρμπο, με τον επιθετικό από τη Γκάμπια να αδυνατεί να βρει δίχτυα στις 9 φορές που αγωνίστηκε και να αποτελεί παρελθόν με συνοπτικές διαδικασίες.