Πολλοί θα αναρωτηθούν γιατί οι παίκτες του Παναθηναϊκού πανηγύριζαν σαν τρελοί με τη λήξη του ματς μια… ισοπαλία στο Καραϊσκάκη. Κάποιοι μπορεί να τους χλευάσουν, να τους ειρωνευτούν, να τους κοροϊδέψουν. Κανείς απ’ αυτούς που θα μιλήσει, όμως, δεν μπορεί να καταλάβει τι τραβάνε αυτοί οι παίκτες στην καθημερινότητά τους.
Έφτασαν μια ανάσα από την απεργία, ακούγοντας τη διοίκηση να τους δίνει μονάχα υποσχέσεις. Είδαν λεφτά δύο μέρες πριν το ντέρμπι, αλλά όχι όλα όσα τους οφείλονται. Είναι γεμάτοι από… λόγια, αλλά άδειοι στην τσέπη. Όμως η καρδιά δεν αγοράζεται. Η καρδιά και η ψυχή δεν συγκρίνονται με όλα τα χρήματα του κόσμου.
Ο Παναθηναϊκός κατέβηκε στο Καραϊσκάκη με 14 καμικάζι και με έναν προπονητή πιο Παναθηναϊκό απ’ όλους όσους βρίσκονται από πάνω του εντός ομάδας. Κατέβηκε για να παίξει ποδόσφαιρο και όχι ταμπούρι. Κατέβηκε για να ΚΕΡΔΙΣΕΙ και αν κάποιος απ’ τους δύο έπρεπε να φύγει νικητής, αυτός ήταν ο ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ.
Παίζοντας για μισή ώρα με παίκτη λιγότερο, παίζοντας απέναντι σε έναν Ολυμπιακό που από τύχη και κόντρα στη ροή του ματς προηγήθηκε και πήρε την ψυχολογία, έχοντας μάλιστα ως αυτοσκοπό τη νίκη, μετά την «γκέλα» του ΠΑΟΚ, ο Παναθηναϊκός έβαλε την μπάλα κάτω, βγήκε μπροστά, επιτέθηκε ορθολογικά και με την είσοδο του παιχταρά Μουνιέ πήρε το λιγότερο απ’ αυτό που άξιζε. Δεν έφυγε ηττημένος.
Οι παίκτες του στο φινάλε δεν πανηγύρισαν γιατί ο βαθμός αλλάζει κάτι βαθμολογικά ή… οικονομικά, αλλά γιατί απέδειξαν σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στους εαυτούς τους, πως αν η διοίκηση δεν είχε κάνει όλα αυτά τα εγκλήματα, η ιστορία του φετινού πρωταθλήματος ίσως να είχε γραφτεί διαφορετικά.