Οι δύο αστυνομικοί που πρώτοι αντίκρυσαν νεκρή την Καρολάιν αλλά και η γειτόνισσα του ζευγαριού, περιέγραψαν τις στιγμές που βίωσαν, το πρωί της 11ης Μαΐου στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών. Από τις καταθέσεις, είναι σαφές ότι ο καθ’ ομολογία συζυγοκτόνος, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, είχε φροντίσει από την πρώτη στιγμή να «στήσει» το σκηνικό της δολοφονίας, ώστε να φαίνεται αληθινή η ιστορία του. Ο τρόπος που προσπάθησε να συγκαλύψει τις φρικιαστικές πράξεις του γίνεται κατανοητός από τις περιγραφές των δύο αστυνομικών που κατέφτασαν πρώτοι στον τόπο του εγκλήματος αλλά και της γειτόνισσας του ζευγαριού.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους να φωνάζει βοήθεια» «Στις 6:15 περίπου, το κέντρο της Άμεσης Δράσης έδωσε σήμα για άτομο που καλούσε σε βοήθεια στα Γλυκά Νερά. Το σήμα δεν ήταν για μας αλλά για άλλο περιπολικό. Εμείς εκείνη τη στιγμή ήμασταν στο σταυρό της Αγίας Παρασκευής και επειδή κρίναμε ότι το σήμα είναι σοβαρό αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε κι εμείς προς το σημείο. Μπαίνοντας είδαμε ότι υπήρχε ένα πεταμένο παράθυρο στο πάτωμα και μετά ξεκινήσαμε σιγά – σιγά να ανοίγουμε πόρτες και να ελέγχουμε το υπόλοιπο σπίτι. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου που κάναμε ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει. Φτάνοντας στο ισόγειο είδαμε ένα χώρο ο οποίος ήταν περιφραγμένος με σύρμα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έτσι καταλάβαμε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε σκυλί. Στο χώρο εκείνο υπήρχαν και περιττώματα του σκύλου. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον πάνω όροφο και στο κάγκελο της σκάλας είδαμε κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του. Ανεβήκαμε προς τους πάνω ορόφους ερευνώντας ένα – ένα τα δωμάτια και καταλήξαμε στην σοφίτα. Αν θυμάμαι καλά πρώτος στη σοφίτα μπήκα εγώ. Μπαίνοντας είδα στο κρεβάτι του δωματίου μια γυναίκα να είναι μπρούμυτα δεμένη πισθάγκωνα με ένα ρούχο. Η γυναίκα αυτή φορούσε μόνο το κάτω εσώρουχο. Μισό πάνω στην γυναίκα και μισό στο κρεβάτι ήταν ένα μωρό το οποίο με κοίταζε χωρίς να κλαίει. Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι, αριστερά του κρεβατιού, όπως κοιτάζουμε από την πόρτα, υπήρχε ένας άντρας, οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα με ένα λευκό σπάγκο, με μέτωπο στο κρεβάτι. Για να καταλάβετε καλύτερα, τα χέρια και τα πόδια του άντρα ήταν δεμένα μαζί και προς το σώμα. Δεν ήταν δεμένα πίσω. Επίσης υπήρχε μονωτική ταινία χρώματος καφέ δεμένη στο λαιμό αρκετές φορές και αρκετά σφιχτά, στο στόμα τουλάχιστον 4 – 5 φορές και μια φορά περασμένη στα μάτια. Πλησίασα τον άντρα οποίος ήταν σε κατάσταση πανικού και με ένα σουγιά έκοψα προσεκτικά την ταινία αρχικά στο λαιμό και μετά στο στόμα. Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε. Η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της. Άφησα την ταινία δίπλα και ξεκίνησα να κόβω τον σπάγκο στα χέρια και στα πόδια με τον ίδια σουγιά. Δίπλα απ’ το κεφάλι του άντρα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο ανοιχτό. Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό. Μάς είπε ότι μπήκαν μέσα με όπλα τρεις άντρες, ο ένας κρατούσε πιστόλι και οι άλλοι περίστροφο, και τού ζήτησαν λεφτά. Μάς ρώτησε επίσης γιατί σκότωσαν τη γυναίκα του, αφού τους είπε πού είναι τα λεφτά. Στη συνέχεια κατεβήκαμε κάτω και βγήκαμε έξω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού, η οποία ήταν ξεκλείδωτη και τα κλειδιά δεν ήταν από πίσω. Βγήκε και ο άντρας μετά από λίγο και έδωσε τα στοιχεία του στους συναδέλφους. Ειδοποιήσαμε το κέντρο και μετά από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο. Σε άλλο σημείο του σπιτιού δεν είδαμε παραβίαση, πέρα από το παράθυρο στο ημιυπόγειο. Επίσης όλα τα δωμάτια ήταν ανακατεμένα και ψαγμένα», περιέγραψε ο πρώτος αστυνομικός που βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δολοφονία.
«Ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του ήταν σφιχτά δεμένη, στο σώμα και τα μάτια του ήταν πιο χαλαρή» Ο δεύτερος αστυνομικός καταθέτει ότι, το πρώτο πρόσωπο που αντίκρυσαν, όταν βρέθηκαν στο σημείο, ήταν η γειτόνισσα του ζευγαριού η οποία μιλούσε με τον πιλότο στο τηλέφωνο. «Τότε άκουσα μια αντρική φωνή η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα ώστε να μπούμε στο σπίτι», υποστήριξε και εξήγησε ότι, με τον συνάδελφό του, κατευθύνθηκαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου εντόπισαν το παράθυρο του υπογείου ανοιχτό και αποφάσισαν να μπουν. «Ανεβήκαμε χρησιμοποιώντας μία εσωτερική σκάλα στο ισόγειο που υπήρχε το σαλόνι και η κουζίνα. Αφού διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχει κανένα άτομο στο χώρο μέσω της εσωτερικής σκάλας κατευθυνθήκαμε προς τους πάνω ορόφους. Τότε, είδαμε ότι από το κάγκελο της σκάλας που βρίσκεται ανάμεσα στο πρώτο όροφο και το ισόγειο είναι κρεμασμένο από το λαιμό ένα σκυλί το οποίο δε ζούσε. Το σκυλί ήταν κρεμασμένο με ένα λουρί δερμάτινο μαύρου χρώματος. Ακολούθως, ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένα μπάνιο. Δε βρήκαμε ούτε εκεί κανέναν και έτσι ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο της μεζονέτας όπου υπήρχε μια κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς ήταν μισάνοικτη. Όταν μπήκαμε μέσα, μπροστά μας είδαμε ένα κρεβάτι. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γυναίκα, γυρισμένη και ξαπλωμένη μπρούμυτα, η οποία είχε τα χέρια της δεμένα πισθάγκωνα με μία γκρι ζακέτα. Γύρω από το λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα γκρι ύφασμα, ενώ απ’ όσο καταλάβαμε, δεν είχε τις αισθήσεις της. Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή. Η γυναίκα φορούσε μόνο το εσώρουχο της, ενώ το μωρό ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε. Στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού όπως κοιτούσαμε εμείς, και στο πάτωμα, βρισκόταν ένας άνδρας δεμένος ο οποίος καλούσε σε βοήθεια. Τα πόδια του άντρα ήταν προς την πόρτα και το κεφάλι του προς το προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο άντρας αυτός φορούσε μόνο το εσώρουχο του και ήταν κι αυτός δεμένος. Συγκεκριμένα, τα χέρια του ήταν δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο μπροστά στο σώμα του. Επίσης με σπάγκο ήταν δεμένα και τα δύο του πόδια και, τέλος, με σπάγκο ήταν δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με τα χέρια του και ήταν σε εμβρυακή στάση. Ακόμη, στο λαιμό του ήταν πολύ σφιχτά δεμένη κολλητική ταινία καφέ χρώματος η οποία συνεχίζεται στο στόμα και στα μάτια του άντρα. Ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του άντρα ήταν σφιχτά δεμένη, στο σώμα και τα μάτια ήταν πιο χαλαρά δεμένη», κατέθεσε ο δεύτερος αστυνομικός και εξήγησε ότι, στη συνέχεια, έλυσαν τον Αναγνωστόπουλο ο οποίος τούς είπε το σενάριο που έφτιαξε για τη ληστεία και ότι έχασε τις αισθήσεις του. Ο πιλότος, στη συνέχεια, εξήγησε στους αστυνομικούς ότι κατάφερε να καλέσει την αστυνομία, καλώντας το 100 με τη μύτη του. «Πήρα το μωρό στα χέρια μου, το σκέπασα με μια κουβέρτα που πήρα από την κούνια του, η οποία βρισκόταν δεξιά από το κρεβάτι και κατέβηκα στο ισόγειο. Άνοιξα την κεντρική είσοδο του σπιτιού, την πόρτα ασφαλείας που σας είπα πριν και βγήκα έξω από το σπίτι. Νομίζω πως η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και πως απλά κατέβασα το χερούλι για να βγω αλλά δεν το θυμάμαι καλά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα μεγάλη ένταση. Μετά από λίγο έξω από το σπίτι βγήκαν και οι συνάδελφοι μου μαζί με τον άντρα που βρέθηκε δεμένος», κατέληξε.
Αποκαλυπτική και η κατάθεση της γειτόνισσας Αποκαλυπτική είναι και η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία η γειτόνισσα της Καρολάιν ήδη από τις 11 Μαΐου. Η γειτόνισσα σημειώνει πως άκουσε τον σκύλο να γαβγίζει στις 4:20 το βράδυ. Μάλιστα η ίδια σημειώνει πως το γάβγισμα του σκύλου ακούστηκε σαν κλάμα. Στη συνέχεια άκουσε κάποιον να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες και το επόμενο που θυμάται είναι η κλήση του πιλότου στις 6:15 το πρωί. Όπως υπογραμμίζει η γειτόνισσα, ο πιλότος μούγκριζε στο τηλέφωνο και δεν γινόταν αντιληπτός ούτε από την ίδια, ούτε από τους αστυνομικούς που έφτασαν στο σημείο. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο 32χρονος, καθ΄ ομολογίαν δολοφόνος είχε δεθεί μόνος του για να γίνει περισσότερο πιστευτό το σενάριο της ληστείας που σκηνοθετούσε.
«Στις 4:20 της 11ης Μαΐου 2021 άκουσα ένα θόρυβο και ξύπνησα. Γενικότερα, κοιμάμαι πολύ ελαφρά και ακούω συχνά θορύβους τα βράδια. Όταν σηκώθηκα από το θόρυβο κοίταξα ενστικτωδώς την ώρα, και γι’ αυτό σας λέω ακριβώς τι ώρα ήταν. Όταν ξύπνησα ο άντρας μου δεν ήταν δίπλα μου. Εγώ άκουσα το σκυλί της Καρολάιν να γαβγίζει, και το γάβγισμα ήταν σαν κλάμα. Σάς το λέω αυτό γιατί ασχολούμαι με τα ζώα και μπορώ να το καταλάβω. Μετά το κλάμα του σκύλου άκουσα κάποια βήματα, σαν κάποιος να κατεβαίνει από τη σκάλα του διπλανού σπιτιού. Επειδή ξέρω ότι στο διπλανό σπίτι έχουν ζώα υπέθεσα πως το σκυλί μάλωσε με τις γάτες κι από αυτό ξύπνησε ο Μπάμπης και κατέβηκε να ηρεμήσει τα ζώα. Αφού οι θόρυβοι σταμάτησαν δεν έδωσα άλλη σημασία και ανέβηκα στο δεύτερο όροφο να κοιμηθώ. Όπως βλέπω τώρα στο κινητό μου, στις 6:15 ο Μπάμπης με κάλεσε. Εγώ το σήκωσα και τότε άκουσα τον Μπάμπη να μουγκρίζει. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και τού φώναζα να μιλήσει για να δω τι ήθελε. Αναστατώθηκα πολύ και ξύπνησα τον άντρα μου, που μέχρι εκείνη την ώρα κοιμόταν. Μετά από 1 λεπτό το τηλέφωνο έκλεισε και κάλεσα ξανά τον Μπάμπη ο οποίος μου το σήκωσε. Πάλι όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Αποφάσισα να βγω έξω από το σπίτι και να πάω δίπλα για να καταλάβω. Έτσι λοιπόν βγήκα έξω και αμέσως με ακολούθησε ο άντρας μου. Την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι έφτασαν κάποιοι αστυνομικοί. Τότε τους είπα πως στο δίπλα σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που μάλλον χρειάζεται βοήθεια. Ακόμη, έβαλα το κινητό μου τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούσουν οι αστυνομικοί τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης μούγκριζε και έλεγε κάτι αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω το κακό που έγινε», είπε.