Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο Παναθηναϊκός δεν ελέγχει το παρασκήνιο, δεν θα δώσει… φιλικά με καμία ομάδα της κατηγορίας, δεν έχει, εδώ και κάμποσα χρόνια, έσοδα από ευρωπαϊκές διοργανώσεις, απ’ ένα σύγχρονο γήπεδο και από βαρύγδουπες πωλήσεις ποδοσφαιριστών, ενώ μόλις πριν από λίγους μήνες ελαχιστοποίησε τα χρέη που κουβαλούσε ως βαρίδιο στην πλάτη για χρόνια.
Μία αχτίδα φωτός αχνοφαίνεται, εντούτοις, για τη φετινή σεζόν, αρκεί να μην προκύψουν και πάλι διοικητικές παλινωδίες στην πορεία της χρονιάς, να στηριχθεί, επιτέλους, από πάσα άποψη ο Γιοβάνοβιτς, να είναι στο πλευρό του ποδοσφαιρικού τμήματος οι φίλοι του συλλόγου και να έχουν την απαιτούμενη διάρκεια οι θεωρητικά καλές μεταγραφές που έγιναν.
Με όλες αυτές τις προϋποθέσεις, η ομάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει το κύπελλο και να έχει διάρκεια η ανταγωνιστικότητά της στο πρωτάθλημα.
Η πρεμιέρα ήταν σαφώς ελπιδοφόρα, ο Βιτάλ έκλεψε την παράσταση με τα «μαγικά» του και ο κόσμος έφυγε χορτασμένος από το ιστορικό γήπεδο της Λεωφόρου μετά από χρόνια.
Ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός «συστήθηκε» στο απαιτητικό κοινό του Παναθηναϊκού με μια εμφάνιση που συνδύασε θέαμα και ουσία.
Ηταν δαντελένιος και καταλυτικός. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, που έλεγαν και οι γηραιότεροι. Με άψογες επαφές της μπάλας, με διασκελισμό σκιέρ, με ντρίμπλες και με επινοήσεις που έφεραν στο μυαλό τον εκπληκτικό Λουτσιάν Σανμαρτεάν.
Αλλά, ταυτοχρόνως, και με καθοριστική συμμετοχή στα δύο πρώτα γκολ της ομάδας, συν την ασίστ πάρε-βάλε στον Καρλίτος. Υπήρξε, αναμφίβολα, ο απόλυτος πρωταγωνιστής και ο βασικότερος παράγοντας του θριάμβου του Παναθηναϊκού επί του Απόλλωνα.
Στα 74 λεπτά που αγωνίστηκε τα έκανε όλα εκτός από το να σκοράρει. Το έκανε κι αυτό, αλλά δευτερόλεπτα νωρίτερα ο Καρλίτος υποδείχθηκε σωστά σε θέση οφ σάιντ.
Το κυριότερο όλων ήταν ότι στο πρόσωπο του Βιτάλ ο Παναθηναϊκός ξαναβρήκε τη χαρά του παιχνιδιού που τόσο του έλειψε τα πρηγούμενα χρόνια. Το «jogo bonito», που λένε και στην πατρίδα του.
Τον κύριο λόγο για να ανυπομονεί ο κόσμος για την επόμενη «σάμπα», κι όλα αυτά έπειτα από μια καταστροφική σεζόν όπου σχεδόν κανείς δεν άντεχε να βλέπει την ομάδα δίχως να σιχτιρίζει.
Χρειαζόταν όσο τίποτε άλλο ο Παναθηναϊκός έναν παίκτη με τη φινέτσα και την ποιότητα του Βιτάλ. Οχι μόνο για να προσδώσει στην ομάδα τα αγωνιστικά στοιχεία που απουσίαζαν επί σειρά ετών και δη τις ντρίμπλες, τις εμπνεύσεις και την ικανότητα στο ένας εναντίον ενός, αλλά και επειδή οι φίλοι του διψούσαν για έναν κράχτη, για να υπάρχει ένας έξτρα λόγος, δηλαδή, για να έρθουν στο γήπεδο και να τον θαυμάσουν.
Υπήρχε, ωστόσο, και ένα ανησυχητικό φαινόμενο που είδαμε στην πρεμιέρα και βίωσε ο Βραζιλιάνος άσος. Τις κλωτσιές που δέχτηκε σωρηδόν από τους αντιπάλους του και έμειναν ατιμώρητες από τον προκλητικό Σιδηρόπουλο. Ιδίως η φάση που δέχεται κλάδεμα με δύο πόδια έξω από τη μεγάλη περιοχή και ο ρέφερι του λέει με έπαρση και θράσος να σηκωθεί διότι… δεν έγινε τίποτα, ήταν για «σύλληψη» στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και άμεση παράδοση της σφυρίχτρας του. Στο ένα μέτρο ήταν διάολε, δεν γίνεται να μην το είδε. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν και μήνυμα ότι στο Ελλάντα δεν υφίστανται ίδια κριτήρια και η κλωτσιά θα πέφτει σύννεφο.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν συνειρμικά είναι εύλογα; Εάν τα δρεπανηφόρα έμειναν ατιμώρητα μέσα στη Λεωφόρο (απ’ τις έξι κάρτες που δέχτηκε ο Απόλλων, ούτε μία δεν δόθηκε για μαρκάρισμα στον Βιτάλ…), τι θα γίνει στα εκτός έδρας ματς, αρχής γενομένης από αυτό με τον ΠΑΣ στα Γιάννενα; Ποιος θα προστατέψει τον Βιτάλ από τους επίδοξους «νίντζα», πολλώ δεν μάλλον όταν αυτοί γνωρίζουν ότι θα πρέπει να βγάλει… αίμα για να αντικρίσουν κάρτα; Ποιος θα τον προστατέψει;