Ήταν η μοναδική μεταγραφή του Ιανουαρίου, μπήκε σχεδόν αμέσως στο «κλίμα» της ομάδας και απεδείχθη ο -δεύτερος- πιο επιδραστικός παίκτης στο όμορφο σύνολο που δημιούργησε ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, για να επαναφέρει τον Παναθηναϊκό στους τίτλους το περασμένο Σάββατο.
Ξεκινάμε από τα βασικά. Ο «Γκάτσι» γεννήθηκε το 1995 στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας μετά το Βελιγράδι, το Νόβι Σαντ. Ήταν τέσσερα χρόνια αφότου ξεκίνησε ο πρώτος πόλεμος στη γενέτειρά του και τέσσερα χρόνια πριν, την ολοκληρωτική ισοπέδωση από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Σκληραγωγήθηκε και έμαθε να παλεύει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Έμεινε μακριά από την πόλη που γεννήθηκε και αγαπά λόγω των υποχρεώσεων του πατέρα του, έχοντας μετοικήσει για αρκετά χρόνια στη Βοσνία και επέστρεψε όταν ο πρεσβύτερος Γκατσίνοβιτς κόλλησε και τα τελευταία του ένσημα στο ποδόσφαιρο.
Την μπάλα την έμαθε στις ακαδημίες της Βοϊβοντίνα, τους πρώτους του τίτλους σε αναπτυξιακό επίπεδο τους κατέκτησε επίσης στην ομάδα της καρδιάς του και εκεί ως γνήσιο παιδί των Βαλκανίων έμαθε τον ανταγωνισμό. Μεγάλος σταθμός της καριέρας του και εκείνος που δεν έχει πάψει να μνημονεύει και να είναι υπερήφανος για όσα πέτυχε, ήταν η Γερμανία και η Φρανκφούρτη.
Εντάσσεται στην Άϊντραχτ το 2015, βήμα βήμα μπαίνει στην ψυχολογία και την ποδοσφαιρική νοοτροπία των Γερμανών, αποκτά παραστάσεις που ομολογουμένως δεν του τις πρόσφερε ως τότε η Βοϊβοντίνα και φτάνει με την ασπρόμαυρη φανέλα σε δύο τελικούς Κυπέλλου κόντρα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της Μπουντεσλίγκα, την Ντόρτμουντ και την Μπάγερν.
Τον πρώτο τον χάνει κατά κράτος, αλλά ο δεύτερος δε θα του ξέφευγε. Απέναντι στην Μπάγερν μάλιστα, πέτυχε και γκολ, διαδραματίζοντας αρκετά καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση του Κυπέλλου από την Άιντραχτ, με άξιους συμπαραστάτες τους συμπαίκτες του Ρέμπιτς και Γιόβιτς που εξαργύρωσαν εκείνη τη σεζόν υπογράφοντας πλουσιοπάροχα συμβόλαια σε μεγάλα κλαμπ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Ο «Γκάτσι» ήταν ο μοναδικός της τριάδας που παρέμεινε για να αποχωρήσει πριν δύο καλοκαίρια για τη Χοφενχάιμ ως μέρος της συμφωνίας για τη μεταγραφή του Τσούμπερ στην Φρανκφούρτη. Στους «μπλε» το κάρμα δεν ήθελε να πιάσει, αλλά ούτε καν να παίξει. Πολλές φορές μάλιστα έβλεπε τα ματς από την εξέδρα. Το step up στην καριέρα του δεν ήταν αυτό που ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του επιθυμούσε, με το Σέρβο χαφ να περιορίζεται σε προπονήσεις.
Είδε τις κλήσεις του στην Εθνική να μειώνονται και τότε ήταν που άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό του η ιδέα της αποχώρησης. Εν μέσω πανδημίας επέδειξε υπομονή. Ωστόσο, η σκέψεις και οι τάσεις φυγής, ουδέποτε έφυγαν από το μυαλό του.
Κάνει ατομικά πρόγραμμα εκγύμνασης, αφιερώνει χρόνο στον εαυτό του και στο σώμα του και το Γενάρη του ’22 προκύπτει ο Παναθηναϊκός. Κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή έρχεται στην Αθήνα και με fast track διαδικασίες ολοκληρώνει τη μετακίνησή του στο «τριφύλλι». Με τη μορφή δανεισμού όμως, καθώς η Χοφενχάιμ δεν αφήνει τα περιουσιακά της στοιχεία στην τύχη τους και αρνείται στη συμφωνία να μπει οποιαδήποτε ρήτρα αγοράς.
Στον Παναθηναϊκό βρίσκει ωραίο κλίμα, στην Αθήνα ερωτεύεται τον καιρό και παντρεμένος γαρ ακούει και τη σύζυγό που λατρεύει τον τρόπο ζωής στην πρωτεύουσα. Η ηρεμία αυτή σε προσωπικό και εργασιακό περιβάλλον τον απελευθερώνουν. Στα συν και η παρουσία ενός συμπατριώτη του στον πάγκο της ομάδας παρότι ο τελευταίος δε συνηθίζει να συνεργάζεται με Σέρβους.
Όλα αυτά κάνουν το διάστημα παραμονής του ευχάριστο και τον ίδιο να αποδίδει σε προπονήσεις και αγώνες. Ο «Γκάτσι» παραμείνει προσγειωμένος και μαζί με την ομάδα αρχίζει να «πετάει» και αυτός. Ο Παναθηναϊκός με νίκες και ο Μιγιάτ με την απόδοσή του.
Ο Γκατσίνοβιτς αποδεικνύεται σπουδαία πάστα ποδοσφαιριστή, βοηθάει το τριφύλλι να πετύχει τον αρχικό στόχο της εξασφάλισης της συμμετοχής του στην Ευρώπη μέσω των πλέι οφ και πάλι όμως, ήξερε πως δεν είχε καταφέρει το κάτι παραπάνω. Αυτό το πέτυχε το περασμένο Σάββατο στο ΟΑΚΑ. Ο Μιγιάτ κυνηγάει μια «σκοτωμένη» φάση στο ημίωρο του τελικού και κερδίζει το πέναλτι με τον έξυπνο τρόπο που πάει στην μπάλα, βάζοντας το κεφάλι του σε σημείο που δέχθηκε την κλωτσιά του Βιειρίνια που του προκάλεσε τραυματισμό.
Δεν τον ένοιαξε ο επίδεσμος που έφτασε κυριολεκτικά μέχρι και το ύψος των ρουθουνιών, αλλά ούτε και ο πρόσκαιρος πόνος. Έμπαινε σε κάθε φάση σαν να μην υπάρχει αύριο και εξουθενωμένος αποσύρθηκε έχοντας κάνει το καθήκον του απέναντι σε μια ομάδα που του έδωσε την ευκαιρία να αναγεννηθεί και όπως επιτάσσει η καταγωγή του.
Οι Σέρβοι ουδέποτε έμαθαν να λιγοψυχούν και να κάνουν πίσω. Άλλωστε ως χώρα έπαθαν πολλά και έμαθαν ακόμα περισσότερα κυρίως όμως, ανέπτυξαν σε υπέρμετρο βαθμό τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης. Στη λήξη του τελικού η παρακάμερα (στο 5:45 του βίντεο) τον πιάνει να βουρκώνει. Μέσα του ήξερε πως είχε πετύχει ο ίδιος βοηθώντας και τον Παναθηναϊκό να πετύχει.
Στα αποδυτήρια γνωρίζει την αποθέωση από τους πάντες, στο γλέντι της ομάδας τα δίνει όλα φορώντας τη φανέλα του Χατζηγιοβάνη παρέα με το κολλητάρι του Σβόνιμιρ Σάρλια και πλέον επιστρέφει γεμάτος στη Γερμανία για να επαναξιολογηθεί από το νέο προπονητή της Χοφενχάιμ.
Ο τρόπος που μίλησε κατά τη διάρκεια των δηλώσεων του και οι ατάκες του, δείχνουν πως οι δρόμοι του με τον Παναθηναϊκό θα ξανασμίξουν στο μέλλον, δεδομένου ότι πρέπει να συμβούν μια σειρά από γεγονότα.
Αυτό όμως, που πρέπει να κρατήσουμε στο τέλος είναι η θέληση της διοίκησης να διατηρήσει τον παίκτη στο δυναμικό της αλλά και το πάθος του ίδιου του «Γκάτσι» το διάστημα που αγωνίστηκε με την «πράσινη» φανέλα, καθώς αν κρίνουμε απ΄ τις αντιδράσεις του, πρέπει να το γούσταρε ιδιαίτερα!