Είχαμε πολλά χρόνια να βιώσουμε την ευρωπαϊκή αύρα της Λεωφόρου. Ηταν τόσο απολαυστική η ατμόσφαιρα στο γήπεδο την Πέμπτη που είναι δεδομένο ότι οι νεότεροι σε ηλικία φίλοι του συλλόγου θα κοιμούνται τα βράδια και θα αναδύονται εικόνες κάτω από το μαξιλάρι, με στιγμές από την εξέδρα και τον πρωτοφανή παλμό από ολόκληρο το γήπεδο.
Στιγμές που έζησαν και θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στον σκληρό τους δίσκο ανεξάρτητα από τον αποκλεισμό. Οι μεγαλύτεροι και πιο έμπειροι, ενδεχομένως να σκέφτονταν «εάν είχαμε περάσει, θα γινόντουσαν τρομερά πράγματα στο τέλος του αγώνα και τα επόμενα ευρωπαϊκά ματς θα ήταν ακόμα πιο απολαυστικά». Το πιθανότερο να σκέφτηκαν έτσι. Οσοι έχουν ζήσει στο πετσί τους τα «όλε» και τις ανυπέρβλητες προκρίσεις, άλλωστε, ξέρουν. Δεν χρειάζονται διηγήσεις.
Μόνο σ’ αυτό το γήπεδο μπορεί κανείς να ζήσει αυτό που δεν μπορείς να φανταστείς αν δεν το δεις. Ο κόσμος ήταν απόλαυση. Πολύ πριν το ξεκίνημα του ματς. Η Σλάβια είχε χάσει τον προσανατολισμό της με το καλησπέρα και μετά το δοκάρι του Σπόραρ (μπες μέσα μωρή!), στο δεύτερο λεπτό, έμοιαζε λες και είχε χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Είχε μικρύνει. Δεν θύμιζε σε τίποτα την ομάδα που τα τελευταία τέσσερα χρόνια κοντράρει ευρωπαϊκά μεγαθήρια και φτάνει μέχρι τα προημιτελικά. Το γήπεδο είχε κατηφορίσει.
Οι παίκτες του Γιοβάνοβιτς ήταν με το… μαχαίρι στα δόντια. Τους πολιορκούσαν ανελέητα, αλλά το τόπι δεν έλεγε να μπει στο πλεχτό. Μαχαίρι βέβαια είχε και ο Αγγλος «κόρακας». Οχι στο στόμα. Στο χέρι. Ηταν δικό του, τού το είχε δώσει ο Μπουκέ από την Πράγα, κανείς δεν ξέρει.
Το έμπηξε κι αυτός, το μόνο σίγουρο, στο σώμα του Παναθηναϊκού στο 40’. Ισως όχι τόσο προκλητικά και ξεδιάντροπα όσο ο ανεκδιήγητος Γάλλος. Αλλά τη δουλειά του την έκανε. Την έφερε εις πέρας. Πέναλτι στον Σένκεφελντ και αποβολή του τερματοφύλακα πνίγηκαν. Στο αίμα. Γαργάρα. «Παίζετε κύριοι». Δεν άκουσα, πως είπατε, ορίστε. Συγνώμη κύριε, ποιος είστε;
Δεν συνέβη τίποτα. Ολα καλά καμωμένα. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τώρα εάν ο τερματοφύλακας των Τσέχων δεν βρήκε καθόλου τη μπάλα και γκρέμισε τον Ολλανδό, εάν ο Σένκεφελντ δεν κατάφερε να συνεχίσει μετά το 55’ από τους πόνους, δεν πειράζει. Σιγά τα ωά. Η δουλειά έγινε και πέρασε η ομάδα με τη μεγαλύτερη εύνοια. Ποδοσφαιρική εύνοια και διαιτητική εύνοια. Διότι οι Τσέχοι είχαν και το κοκαλάκι της νυχτερίδας, στις αναποδιές της Πράγας με τις ιώσεις, στις αποφάσεις που είχαν οι κόρακες, στα χρονικά σημεία επίτευξης των γκολ τους, σε όλα. Ακόμα και στο σημάδι του Παλάσιος και της αποβολής του, που εάν έπαιζε στη ρεβάνς ήταν μάλλον χλωμό να γλιτώσουν.
Φταίει όμως και ο ίδιος ο εαυτός της ομάδας. Το εκτελεστικό κομμάτι των μεταγραφών, η απουσία ανθρώπου που θα μπορεί να παίρνει την -έστω καθυστερημένη- θετική εισήγηση του προπονητή για τον «Χ» παίκτη και άμεσα, σε χρόνο «dt», να τον κλείνει και να τον ντύνει στα πράσινα. Χάθηκαν αρκετές τέτοιες μεταγραφικές ευκαιρίες. Υπήρξε κωλυσιεργία. Ρίσκο ενόψει των προκριματικών, πόσο μάλλον απέναντι σε τόσο δυνατό αντίπαλο. Οχι τα χωριά που έπαιζαν οι υπόλοιποι.
Και η ομάδα έφτασε στο σημείο να αγωνίζεται με τον Καμπετσή αλλαγή και στα δύο ματς. Μέσα έξω. Μία πρόταση, χίλιοι συνειρμοί. Τελεία. Παράγραφος. Είναι ευθύνη του ίδιου του Παναθηναϊκού που ο πάγκος ήταν γυμνός, που δεν υπάρχουν κεντρικοί μέσοι με έμφαση στη δημιουργία ούτε για «ζήτω». Που ο Πέρεθ με τον Τσέριν έσκασαν μετά το 70’ και μαζί τους κλάταρε και κόπηκε στα δύο η ομάδα, κι άρχισαν οι «γιόμες» και τα γιουρούσια.
Αλλά επειδή καμία ομάδα δεν χτίζεται για δύο ματς, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά, φέρτε 2-3 παιχταράδες αυξήστε την ποιότητα μεσοεπιθετικά και μαζί με τον Παλάσιος που έλειπε και τον Βέρμπιτς που δεν είχε δικαίωμα συμμετοχές θα ζήσουμε όμορφες στιγμές, έστω και εγχώριες, στη Λεωφόρο. Το μόνο σίγουρο.