Τους Λέτο-Μπεργκ τους γνωρίζουμε απέξω κι ανακατωτά γι αυτό δεν θα σταθούμε στην εξαιρετική τους συνεργασία σ’ ένα αδιάφορο παιχνίδι με τον αντίπαλο υποβιβασμένο και αδιάφορο. Ο παίκτης που -τολμούμε να γράψουμε -θα κάψει καρδιές του χρόνου (συνεχίζοντας την παράδοση των Αργεντινών με το τριφύλλι στο στήθος) είναι ο Λούκας Βιγιαφάνιες.
Κάμποσοι ήταν εκείνοι που παρά τα όργια του ποδοσφαιριστή τους προηγούμενους μήνες στο Αγρίνιο (ο Γενς Βέμερ τα …είδε όλα μαζί του στο ΠΑΟ-Παναιτωλικός 4-2, τη βραδιά που ο κόουτς «λιγουρεύτηκε» το Νοτιοαμερικάνο) εξέφραζαν αμφιβολίες για τον βαθμό προσαρμογής του στις αυξημένες απαιτήσεις του πρωταθλητισμού, ας μην ξεχνάμε πως ο παίκτης ερχόταν ως αντι-Νίνης που μπορεί μεν να μην πρόλαβε να λάμψει επί Ιταλού, παρόλα αυτά είχε έρεισμα στην εξέδρα.
Ο «Βίγια» πήρε φανέλα βασικού χωρίς να κάνει προετοιμασία με την ομάδα, δίχως να παίξει καν ένα φιλικό και στο ντεμπούτο του (παίζοντας ως εξτρέμ) δεν ακούμπησε μπάλα (μ’ εξαίρεση ένα καλό δεκαπενάλεπτο στο τέλος του ημιχρόνου), με τους πράσινους να χάνουν απ’ την Ξάνθη στη Λεωφόρο. Φορτώθηκε τον σταυρό του μαρτυρίου της αμφισβήτησης πριν καλά καλά μάθει τους συμπαίκτες του.
Πάντως ακόμα και σε παιχνίδια που το παιδί δεν έπιασε υψηλά επίπεδα απόδοσης καταλάβαινες ότι δεν κρύβεται, ότι ζητά μπάλα κι ότι για χάρη του συνόλου δεν διστάζει να «σκιστεί» στην χαμαλοδουλειά. Αν ο προπονητής δεν τον άλλαζε στο Καραϊσκάκη αμφιβάλλουμε αν το ταμπλό στο τέλος έδειχνε «άσο» όση αβάντα κι αν είχε ο γηπεδούχος.
Για λατινοαμερικάνος (που τα τσαλιμάκια είναι δεύτερη φύση τους) είναι πολύ πειθαρχημένος. Τον παρατηρείς πως κατεβαίνει χαμηλά για να πάρει μπάλα και ν’ ανοίξει την αντεπίθεση με τρόπο που θυμίζει Μίκλαντ. Τον παρακολουθείς να κρατά το τόπι όσο χρειάζεται για να κάνουν οι κυνηγοί κίνηση, αλά Μπορέλι. Ολα αυτά μπορεί στην αρχή να μην ολοκληρώνονταν πάντα, όμως ήταν κινήσεις ρεπερτορίου που ο παίκτης διέθετε στο οπλοστάσιό του.
Ο Λούκας ακόμα προσαρμόζεται και θέλει χρόνο για να καταλάβει στην εντέλεια το παιχνίδι των άλλων. Στα ξεσηκωτικά διαστήματα του παιχνιδιού είναι πάντα μέσα στους συνδυασμούς με Λέτο, Μάρκους, Εβανζελίστα, το ωραίο μαζί του είναι ότι δεν κρατά πολύ ώρα μπάλα και πως το μυαλό του δείχνει τετράγωνο: Ξέρει π.χ. πως ο Μέστο θα σεντράρει και δεν θα πάει κοντά του για το «ένα- δύο» αλλά θα μπουκάρει στην περιοχή. Γνωρίζει πότε ο σέντερ φορ θα κόψει στο κέντρο της περιοχής, ξέρει πως αν φύγει στα κενά μέτρα ο Λέτο θα τον βρει σε φουλ ταχύτητα, ξέρει πως οι εξτρέμ δεν σηκώνονται για κεφαλιές και την μπάλα την προτιμούν στα πόδια τους.
Η μπάλα περνά απαραιτήτως από την αφεντιά του, παίζει αρκετή ώρα γι αυτό κάποια λάθη είναι αναπόφευκτα. Όμως το παλικάρι με το baby face και το χαμόγελο διαρκώς ζωγραφισμένο στο πρόσωπό, το «δεκάρι» με τον κοφτερό νου δείχνει πως εκτός από αξία έχει και στομάχι- ατσάλι. Το να νικάς τους «μικρούς» ως μέλος του Παναθηναϊκού μέσα στη Λεωφόρο δεν είναι δύσκολο, το να κερδίζεις τόσο γρήγορα την εξέδρα (που φέτος της έφταιγαν οι πάντες και τα πάντα και δεν είχε την παραμικρή όρεξη να μοιράζει απλόχερα τα «μπράβο», τομέας που οι Παναθηναϊκοί είναι παραδοσιακά δύσκολοι) αποτελεί κατόρθωμα.