Στη Ρόδο ο Αντώνης Φώτσης πέτυχε κάτι που δεν ξανασυνέβη φέτος, πρώτη φορά κατάφερε να τελειώσει δύο σερί αγώνες όντας διψήφιος σε πόντους (10 στην Αθήνα, 11 στο «σμαραγδένιο νησί»). Ο υπαρχηγός με τη λαμπρή καριέρα, ο παίκτης που πρόσφατα βραβεύτηκε στο ΟΑΚΑ ως μέλος της κορυφαίας «πράσινης» πεντάδας όλων των εποχών, ο πρώτος Έλληνας που έπαιξε στο ΝΒΑ, ο πρώτος γηγενής που πρόβαρε τη φανέλα του μεγαλύτερου κλαμπ του πλανήτη (Ρεάλ Μαδρίτης), εκείνος που στα 19 του γινόταν πρωταθλητής Ευρώπης, ο «νο 1» εν ενεργεία σκόρερ της εθνικής, ο πιο cool εκτελεστής που καμαρώσαμε με την πράσινη φανέλα, έχει την «ατυχία» να είναι συμπαίκτης του Δημήτρη Διαμαντίδη και το δικό του τέλος (που κοντοζυγώνει) να μην απασχολεί Τύπο, φιλάθλους.
Ο Ιλισιώτης ενεργοποιήθηκε αμέσως απ’ τον Αργύρη Πεδουλάκη με τον βετεράνο φόργουορντ να προετοιμάζεται για τους τελικούς. Ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας καλαθοσφαιριστής στο παιχνίδι πάνω απ’ την στεφάνη θα μείνει πάντα για τους φανατικούς του θαυμαστές τεράστιο ερωτηματικό.
Βλέποντάς τον (επί Σούμποτιτς, «ψαρωμένο» ανάμεσα σε κολοσσούς του αθλήματος) στοιχημάτιζες πως με την κατάλληλη προπονητική επιρροή θα ξέφευγε σύντομα απ’ τα σύνορά μας. Σήμερα βάσει προσόντων εύκολα συμπεραίνουμε ότι έμεινε σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ τα προσδωκόμενα. Στην εθνική π.χ που έφερε το χρυσό το 2004, ο Αντώναρος θεωρούνταν αναπληρωματικός του Μιχάλη Κακιούζη κι ας είχε ο δεύτερος τα μισά του προσόντα! Ο Φώτσης πάντα έμενε στη σκιά, δίχως να «παίζει» (με την καλή έννοια του όρου) με τα media, ζήτημα να έχει δώσει δέκα βαρυσήμαντες συνεντεύξεις όλα αυτά τα χρόνια.
Μετά το φάιναλ-φορ της Θεσσαλονίκης οι σκάουτερ είχαν εντυπωσιαστεί τόσο από αυτόν, κάπου γράφτηκε πως στεκόταν στην αποστολή οποιασδήποτε ομάδας όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και του…ηλιακού συστήματος. Η απήχηση των κατορθωμάτων του ήταν τεράστια με τον μικρό ν’ αναδεικνύεται σε κρυφό χαρτί του Ομπράντοβιτς, με Γκέρσον-Μπλατ να μην τον «περιμένουν»!
Εκείνη την εποχή με Φασούλα-Φάνη ν’ αποχωρούν απ’ την ενεργό δράση τα μεγάλα κορμιά έλειπαν απ’ το ελληνικό μπάσκετ. Ο Τύπος είχε κατά καιρούς αφιερώσει ύμνους στον Ευθύμη Ρεντζιά (ειδικά μ’ όσα θαυμαστά έκανε στο Μουντομπάσκετ εφήβων το 1995) που είχε προοπτικές, πλην όμως επέλεξε να γίνει γυρολόγος (Ελλάδα, ΗΠΑ, Ισπανία, Τουρκία, Ιταλία) σταματώντας το άθλημα στα 30 του!
Μέχρι να εμφανιστεί στην καθημερινότητά μας ο Φώτσης, δεν είχαμε δει άλλο κορμί κοντά στα 2.10 με ταχύτητα γαζέλας στο ανοιχτό γήπεδο, τεράστιο άνοιγμα χεριών, επιτόπιο δυνατό άλμα στην κατακόρυφο, ικανό να παίξει δύο θέσεις (3-4). Το καλό του μακρινό σουτ, η απίστευτη ψυχραιμία ακόμα κι όταν δίπλα του καιγόνταν το σύμπαν ήταν χαρακτηριστικά μαζεμένα σ’ ένα πρότζεκτ που άφηνε υποσχέσεις για μεγάλα πράγματα.
Την τετραετία στον ΠΑΟ (1998-2001) έγινε συλλέκτης εμπειριών (πλάι σε Ράτζα, Ρέμπρατσα, Μπερκ, Μποντίρογκα, Σκοτ) όντας μέλος μερικών από τις καλύτερες ομάδες που είχε ποτέ ο σύλλογος. Παρότι σε εφηβική ηλικία εντάχθηκε σε ομάδα πρωταθλητισμού ήταν πάντα μέλος του ροτέισον αποκτώντας άριστες βάσεις δουλεύοντας με τον κορυφαίο προπονητή που κυκλοφορούσε κάτι που εξαργύρωσε αργότερα έχοντας πάντα δουλειά σε πλούσια σωματεία.
Παρατηρώντας όμως την καριέρα του απορούμε πως αυτός ο αθλητής δεν έγινε «πρώτο βιολί», αρκούμενος σε ρόλους «χαμάλη». Ποτέ δεν έγινε ο παθιασμένος ηγέτης. Το παιχνίδι του ουδέποτε χαρακτηρίστηκε από σκληρότητα και δυναμισμό στον «πόλεμο» που γίνεται κάτω από το καλάθι. Ευλογήθηκε από μικρή ηλικία με φυσικά χαρίσματα σπάνια, έμαθε άριστα τα βασικά και …μέχρι εκεί! Όπως έπαιζε το 2000 τότε ,που ο Ομπράντοβιτς αύξησε τον χρόνο συμμετοχής του, έτσι έμεινε ως τα «γεράματα». Τρίποντα, αξιόπιστος από την γραμμή των προσωπικών, γρήγορος στις αμυντικές περιστροφές, καλός στην άμυνα ψηλά!
Τα τζαρτζαρίσματα στη ρακέτα δεν τα γούσταρε, για παιχνίδι με πλάτη ούτε λόγος να γίνεται, αμφιβάλλουμε αν υπάρχουν πέντε φάσεις σ’ όλη του την καριέρα που να σκοράρει με hook κι όλα αυτά με μπόι 2.09! Ο υπαρχηγός επένδυσε πάνω στα δεδομένα φυσικά χαρίσματα του μέχρι το τέλος. Ακόμα τον περιμένουμε (μια φορά στη ζωή του!) να ρολάρει στην πλάτη του αντιπάλου, να κυριαρχήσει στα ριμπάουντ για να μην έχει ο Διαμαντίδης περισσότερα απ’ αυτόν στο τέλος των αγώνων, να κάνει τσαμπουκά (μία φορά βγήκε εκτός εαυτού, σε παιχνίδι με τους Σέρβους για το «Ακρόπολις» το 2010), να νευριάσει, να δημιουργήσει επαφή με τον κόσμο της ομάδος του που όμως τον λατρεύει ακριβώς λόγω της (σπανιότατης σε τοπ επίπεδο ανταγωνισμού) …αναισθησίας του, λες και στις φλέβες του αντί για αίμα ρέει νερό!
Τέτοια περίπτωση αθλητή δύσκολα θα ξαναδούμε! Με θεόσταλτα φυσικά προσόντα, παίζοντας σ’ όλη του την καριέρα σε ομάδες κορυφής, προπονούμενος από τους πιο καταρτισμένους κόουτς, έχοντας προ πολλού λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα της ζωής του, αγωνιζόμενος πλάι σε κορυφαίους συμπαίκτες αυτό που πιότερο μας μένει είναι η …cool φυσιογνωμία του!!!
ΠΑΝΤΑ διακρίναμε πάνω του μια χαλαρότητα, λες και γι αυτόν η διαρκής άρση κυπέλλων, η λατρεία που απολάμβανε απ’ τους οπαδούς, ήταν ακόμα μία συνηθισμένη μέρα στη δουλειά που δεν χρειαζόταν να μεγαλοποιεί. Με 5-6 σουτάκια και 3-4 ριμπάουντ ανά αγώνα έμοιαζε ικανοποιημένος! Μιλάμε για τον άνθρωπο που αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος σύγχρονος γηγενής πάουερ φόργουοντ, μέλος της κορυφαίας ομάδας του κορυφαίου οργανισμού που ανέδειξε ο ελληνικός αθλητισμός. Σαν να επιλέγεις να είσαι μια ζωή πορτιέρης χωρίς να σε νοιάζει ν΄ ανέβεις έστω τα πρώτα σκαλιά της πολυεθνικής που εποπτεύεις. Τυπάρα!