Lifestyle

“Μύστης, κριντζ, ΕΜΠ1”: Λεξικό της νεολαίας… για να τα πιάνεις όλα

Μήπως δεν καταλαβαίνεις τι λέει ο έφηβος γιος σου; Η κολλητή σου έχει αρχίσει να μιλάει ακατάληπτα; Οι διάλογοι στα σόσιαλ σου φαίνονται χαοτικοί;

Μήπως δεν καταλαβαίνεις τι λέει ο έφηβος γιος σου; Η κολλητή σου έχει αρχίσει να μιλάει ακατάληπτα; Οι διάλογοι στα σόσιαλ σου φαίνονται χαοτικοί;

Το χάσμα γενεών καλά κρατεί. Δόξα τω ίντερνετ, το χάσμα μικραίνει και υπάρχουν τρόποι να πλησιάσει λίγο περισσότερο η μία γενιά την άλλη. Κάθε έφηβος ή μεσήλικας έχει πρόσβαση στο ίντερνετ και ήδη υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα σε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς κόσμους. Ωστόσο, στο κομμάτι της επικοινωνίας, πάντα θα υπάρχει η αργκώ που δεν καταλαβαίνουν οι προηγούμενες γενιές. Ακολουθούν επεξηγήσεις ευρέως διαδεδομένων λέξεων –ό,τι ήταν για τη γενιά τους τα κορακίστικα. Ψηθείτε:

Πάμε λίγο: α. Έκφραση που χρησιμοποείται προς ώθηση του εμπλεκόμενου: Πάμε λίγο πρέσσα. Β. Εκφραση ενθουσιασμού: Πάμε λίγο μωρή ΠΑΝΑΘΑ!

Έμπαινα ή Εμπ1: Θα συνδεόμουν ερωτικά με αυτό το θήλυ ευχαρίστως. Η παρατεταμένη χρήση του τώρα έχει εφαρμογή και σε άντρες: Πώς σου φαίνεται το Μαράκι/Γιαννάκης; -Έμπαινα.

Βασικιά: Κορασίδα της οποίας τα αξεσουάρ, η ενδυμασία και τα ενδιαφέροντα είναι οικονομικά, αλλά έχουν την τάση να αντιγράφουν τους οίκους μόδας ή τις συνήθειες της μπουρζουαζίας: Πάλι μαϊμού Fendi αγόρασε η βασικιά.

Ευχούλα: α. Προτροπή για ευχή θανάτου, συνήθως εκφράζεται με κεφαλαία γράμματα: ΕΥΧΟΥΛΑ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΣΤΟ ΝΕΞΤ ΤΟΠ ΜΟΝΤΕΛ;

Δοκίμασες να…: Εισαγωγή ειρωνικής απάντησης σε ερώτηση με προφανή απάντηση: -Κρύωσε το φαγητό. – Δοκίμασες να το ζεστάνεις;

Γύπας/Γυπαετός: Αναζητεί ευάλωτες γυναίκες με σκοπό τη σεξουαλική συνεύρεση, μόλις συμβεί αυτό, καραδοκεί. –Φιλενάδα, ο άλλος πέρασε το ΣΤΟΠ, με πάτησε και μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο μου είχε ζήτησε τον αριθμό μου. – Α τον γύπα…

Κλαρίνο/Κλαρινογαμπρός: Απευθύνει ερωτικό κάλεσμα με εμφανείς απόπειρες εντυπωσιασμού. Κάποιες φορές ανοίγοντας ακριβές βότκες και κάποιες φορές κάνοντας τατουάζ που αργότερα θα μετανιώσει: Δες το κλαρίνο, πάλι έκανε τατού που δεν ξέρει τι σημαίνει.

Τιναφτορε: Δανεισμός από ανορθόγραφους χρήστες των κοινωνικών δικτύων για να αποδωθεί η έκφραση του Βιεϊρίνια μετά τη διακοπή του αγώνα ΠΑΟΚ-ΟΣΦΠ. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάποιος την δυσαρέσκειά του για ένα προϊόν, υπηρεσία κτλ: –Η Ελένη Λουκά διαδήλωσε κατά της αλλαγής της ύλης των Θρησκευτικών. – ΤΙΝΑΦΤΟΡΕ.

Τον δίκασε: Η επιθετική κριτική: –Η Ηλιάννα είπε στη Βίκυ εμέσως πλην σαφώς ότι την περνάει τουλάχιστον μία δεκαετία. – Τη δίκασε

Όλοι το ξέρουν αυτό: Ειρωνική έκφραση για κοινό παραλογισμό: Η σπιτική πίτσα δεν παχαίνει, όλοι το ξέρουν αυτό.

Πέλφε: Βότκα Πολωνικής καταγωγής, αγαπημένη του Κλαρίνου. Ετυμολογία: Belvedere: Πάλι άνοιξε πέλφε το κλαρίνο, αφού τζακ πίνει.

Πολύ φίλος μου: Χρησιμοποιείται μεταφορικά προς ένδειξη ταύτισης με τον αναφερόμενο ως φίλο: O David Lynch λέει ότι πίνει καφέ από όταν πήγαινε δημοτικό. – Πολύ φίλος μου.

Μύστη μου: Δάνειο νεαρών αρρένων –κυρίως- από γνωστό γκρουπ Ελλήνων στο fb. Δεν υποδηλώνει τίποτα: ΜΥΣΤΕΣ ΜΟΥ, ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΑΕΚ ΣΤΟ CHAMPIONS LEAGUE;

Πλυντήριο: Το θήλυ. Συνήθως συνδυάζεται με την παραπάνω προσφώνηση: ΜΥΣΤΕΣ ΜΟΥ ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΓΝΩΣΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΝΕΞΤ ΤΟΠ ΜΟΝΤΕΛ;

Ευχούλα: Χρησιμοποιείται σε ερωτηματική πρόταση με προτροπή για ευχή θανάτου: ΕΥΧΟΥΛΑ ΓΙΑ [προσθέστε κάποιον που μισείτε];

Ριπ: Δάνειο από το RIP, ολογράφως Rest in Peace ή αναπαύσου εν ειρήνη: Μου έσπασε η οθόνη του κινητού. –Ριπ.

Γαζώσου: Επίλεξε πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους: –Έφυγε ο Τάκης πάλι για Αμερική, θα λείψει έξι μήνες. –Γαζώσου ελεύθερα.

Φάση-Φασαίος: Κοινωνική ομάδα με σκοπό τον εντυπωσιασμό: –Πάλι ανέβασε η Μερόπη φωτογραφία με σανίδα του σερφ. –Δεν κάνει σερφ, αλλά θέλει να μπει στη φάση.

Μίλησέ μου: Ειρωνική απάντηση προς ένδειξη αποστροφής για το θέμα που ξεκινά ο συνομιλητής: -Ξαναξεκινάει το reality show της Καρντάσιαν! –Μίλησέ μου.

Αγκάπε: Αγάπη, λόγω εκτεταμένης χρήσης των λατινικών χαρακτήρων μετατράπηκε σε αγκάπε: Αγκάπε, πάμε για μανικιούρ;

Τσίφσες: α. Γυναίκες με καταγωγή από την Αλβανία β. Οι βασικιές.

Μανμου: Δανεικό από το ma’ man το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει αδερφέ/δικέ μου: Ωραίο παλτό μανμου.

Κριντζ: Ανατριχίλα σε συνδυασμό με αποστροφή, συνήθως αποτέλεσμα ετεροντροπής: Κρίντζαρα με την τελευταία εκπομπή του Μαυρίδη.

LoL. ADC jungle, vayne division: Εκφράσεις διαδικτυακών βιντεοπαιχνιδιών, μη δίνετε σημασία.

Τάμπλερ: Εφαρμογή κοινωνικού δικτύου όπου συναντάμε κυρίως από εφήβους.

Exit mobile version