Το Panathinaikos24.gr γυρίζει το χρόνο πίσω και γράφει για τα πεπραγμένα του Χουάν Ραμόν Βερόν που φόρεσε την «πράσινη» φανέλα την τριετία (1972-1975).
Αργεντινή: Μια χώρα πλούσια με εξαγώγιμο προϊόν το ποδόσφαιρο. Αλλά και μια χώρα με την οποία ο Παναθηναϊκός διαχρονικά συνδεόταν με ισχυρούς ποδοσφαιρικούς δεσμούς. Το «πράσινο» rewind, θα ασχοληθεί με τον Χουάν Ραμόν Βερόν, τον πρώτο «Γκαούτσο» που φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού, αλλά και τον πρώτο ξένο ποδοσφαιριστή που πάτησε ελληνικό έδαφος.
Ο Χουάν Ραμόν Βερόν είδε το πρώτο φως στις 17 Μαρτίου του 1944 στη Λα Πλάτα, μια ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας του Μπουένος Άϊρες. Ξεκίνησε την καριέρα του στην πανίσχυρη ποδοσφαιρικά τη δεκαετία του 60’, Εστουδιάντες, μια ομάδα που έζησε συνολικά τη μισή του καριέρα στο άθλημα, καθώς με τη φανέλα της έπαιξε συνολικά δώδεκα έτη.
Τα εντυπωσιακά γκολ και το παρατσούκλι
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του με τη μπάλα στα πόδια και η άρτια τεχνική του κατάρτιση του χάρισα και το παρατσούκλι «La Bruja» (Η Μάγισσα). Χειριζόταν τη μπάλα τόσο άριστα, ώστε έγινε αμέσως γνωστός για τα πολύ εντυπωσιακά γκολ που σημείωνε.
Η δεξιοτεχνία του αυτή ήταν αρκετή για να του χαρίσει τη φήμη του πιο εντυπωσιακού παίκτη της ομάδας, κάνοντας ως τον καλύτερο παίκτη που φόρεσε τη φανέλα των «pinchas» που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «οι ποντικοσφάκτες». Στην πρώτη του θητεία λοιπόν, ευτύχησε να παίξει σε 295 αναμετρήσεις, σκοράροντας παράλληλα 77 φορές.
Πρωτάθλημα, Κόπα Λιμπερταδόρες και το γκολ στο «θέατρο των ονείρων»
Άνθρωποι της ομάδας τον ανακάλυψαν λίγο πριν κλείσει τα 18 του χρόνια και αμέσως τον έκαναν μέλος της ομάδας. Το ντεμπούτο ωστόσο ήταν οδυνηρό καθώς στις 12 Δεκεμβρίου του 1962, στην πρώτη του εμφάνιση με τη φανέλα της ομάδας, Η Εστουδιάντες γνωρίζει τη συντριβή (4-0) από την Μπόκα Τζούνιορς. Πέντε χρόνια αργότερα το 1967 αναδείχθηκε πρωταθλητής Αργεντινής με τον σύλλογο, ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά το 1968, πανηγυρίζει το Κόπα Λιμπερταδόρες το οποίο ήταν και το πρώτο στην ιστορία του.
Μάλιστα ο Βερόν ανακηρύσσεται ως κορυφαίος παίκτης του τουρνουά με 9 γκολ. Τρία εξ αυτών τα σημείωσε στους τελικούς κόντρα στην βραζιλιάνικη Παλμέϊρας. Ακολούθησε ο τελικός του Διηπειρωτικού Κυπέλλου με αντίπαλο τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπου στη δεύτερη αναμέτρηση για το τρόπαιο στο «Ολντ Τράφορντ», αυτός ήταν που άνοιξε το σκορ με κεφαλιά, με αποτέλεσμα το τελικό 1-1 και την Εστουδιάντες να αναδεικνύεται Πρωταθλήτρια Κόσμου.
Την επόμενη χρονιά, η Εστουδιάντες αγωνίστηκε και πάλι στο Κόπα Λιμπερταδόρες ως κάτοχος του θεσμού και με τον Βερόν στη σύνθεση της αναδείχθηκε για δεύτερη φορά Πρωταθλήτρια Νοτίου Αμερικής, ενώ στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου ηττήθηκε από τη Μίλαν.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και το 1970 οπότε και συμμετείχε ως κάτοχος του Κυπέλλου Λιμπερταδόρες και με την κατάκτηση του τροπαίου έγινε ο πρώτος σύλλογος με τρεις συνεχόμενες κατακτήσεις του Κόπα Λιμπερταδόρες, επιτυχία που καταρρίφθηκε μεταγενέστερα μόνο από την Ιντεπεντιέντε. Το 1970 αγωνίστηκε για 3η συνεχόμενη φορά στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου όπου ηττήθηκε από τη Φέγενορντ.
Η εισήγηση Πούσκας και η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό ως «Κατσούλης»
Μετά από δέκα χρόνια καριέρας, είχε αποφασίσει πως ο κύκλος του στην ομάδα είχε κλείσει και ήθελε μια αλλαγή στην καριέρα του. Κάπου εκεί εμφανίστηκε ο Παναθηναϊκός. Ο Φέρεντς Πούσκας εισηγείται την απόκτηση του Βερόν και το αίτημα του γίνεται δεκτό. Ο Βερόν ανακοινώνεται στο «τριφύλλι» στις 28 Ιουνίου το 1972 και μαζί με έναν άλλο σπουδαίο ξένο (Αρακέν Ντεμέλο), ο Παναθηναϊκό ήθελε να επαναλάβει το θαύμα του 1971, όταν και έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με αντίπαλο τον μεγάλο Άγιαξ της εποχής.
Στα αξιοσημείωτα γεγονότα της μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό ήταν και το γεγονός ότι είχε υπογράψει ως ξένος μεν, αλλά με ελληνικές ρίζες δε. Ο Βερόν έφερε «ινδιάνικα» χαρακτηριστικά, αλλά για να μπορέσει να παίξει στην ομάδα του «τριφυλλιού» σύμφωνα με του κανόνες της εποχής, υπέβαλλε υπεύθυνη δήλωση πως ο παππούς του ήταν Έλληνας και λεγόταν Πέτρος Κατσούλης.
Έτσι μπορούσε να αγωνιστεί κανονικά και χωρίς πρόβλημα. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1972 ανοίγει λογαριασμό στο σκοράρισμα με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, στον αγώνα για το Κύπελλο Πρωταθλητριών εναντίον της Λέφσκι Σόφιας, σημειώνοντας το πρώτο γκολ της ομάδας του. Σκόραρε και πάλι στον επαναληπτικό, όμως ο αγώνας επαναλήφθηκε. Λίγες ημέρες αργότερα, έκανε το ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα. Μάλιστα η πρώτη του εμφάνιση με την «πράσινη» φανέλα συνδυάζεται και με γκολ στη νίκη με 6-3 επί του Ολυμπιακού Βόλου.
Ο εκπληκτικός τρόπος που αγωνιζόταν στο «τριφύλλι» και η παρουσία των Αντωνιάδη και Ντεμέλο, δημιουργούν μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα τριάδα αξιοζήλευτη από κάθε ομάδα. Στην πρώτη του χρονιά στον Παναθηναϊκό δεν ευτύχησε να πανηγυρίσει τον τίτλο καθώς παρά τα 14 τέρματα που σημειώνει, το «τριφύλλι» μηδενίζεται τρεις φορές και χάνει τον τίτλο.
Η επιθετική του συγκομιδή παρέμεινε και την επόμενη χρονιά σημείο αναφοράς για τον Παναθηναϊκό, όμως και πάλι δεν γεύεται το «νέκταρ» του πρωταθλητή. Μετά από δυόμιση σεζόν με τον Παναθηναϊκό και 24 γκολ σε 57 αναμετρήσεις, παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στην Αργεντινή και την αγαπημένη του Εστουδιάντες, όπου και σκοράρει εννέα φορές σε 43 αγώνες.
Η μετακίνηση στην Κολομβία και η επιστροφή στην Αργεντινή για το φινάλε
Το 1976 μεταγράφηκε στην κολομβιανή Ατλέτικο Τζούνιορ της Μπαρανκίλα, για την οποία σημείωσε 34 γκολ σε 85 παιχνίδια. Χάρη σε αυτόν, ο σύλλογος κατέκτησε το πρωτάθλημα Κολομβίας του 1977, το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία της και γρήγορα έγινε το είδωλο των οπαδών. Στη συνέχεια πήγε στην Ντεπορτίβο Κουκουτά, σημειώνοντας 21 γκολ σε 39 παιχνίδια.
Το 1980 και σε ηλικία 36 ετών, αποφασίζει να επιστρέψει για τρίτη φορά στην καριέρα του στην Αργεντινή για να φορέσει και πάλι τη φανέλα των «pinchas». Παίζει για δύο σεζόν με την ομάδα και στα τέλη του 1981 αποφασίζει να «κρεμάσει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια με συνολική συγκομιδή με την Εστουδιάντες 324 αγώνες και 90 γκολ.
Εθνική ομάδα
Υπήρξε διεθνής με την Εθνική Αργεντινής τέσσερις φορές σε διάστημα τεσσάρων ετών από το 1968 έως το 1971.
Η προπονητική καριέρα στη Γουατεμάλα
Μετά την σπουδαία καριέρα σαν ποδοσφαιριστής ο Βερόν ήθελε να παραμείνει στο άθλημα και ασχολήθηκε με την προπονητική. Ανέλαβε προπονητής σε μια ομάδα στο πρωτάθλημα της Γουατεμάλα, έκανε μια σπουδαία πορεία, ωστόσο δεν παρέμεινε πολύ στο χώρο του ποδοσφαίρου και αποχώρησε.
Ανέλαβε με τον υιό του την Εστουδιάντες
Για αρκετά χρόνια είχε μείνει εκτός αθλήματος, όμως πάντα παρακολουθούσε τις προσπάθειες που έκανε ο υιός του Χουάν Σεμπάστιαν. Πατέρας και υιός πλέον βρίσκονται να έχουν αναλάβει τα ηνία της αγαπημένης τους Εστουδιάντες με τον υιό να έχει αναλάβει το ρόλο του προέδρου και τον πατέρα να έχει εκείνο του συμβούλου στην ομάδα.
Πρόσφατα μάλιστα, ο Χουάν Βερόν θυμήθηκε τα χρόνια του στον Παναθηναϊκό, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ιστοσελίδα της Ουρουγουάης και ανέλυσε τον τρόπο που έβλεπαν αλλά και έπαιζαν ποδόσφαιρο στην Ελλάδα τη δεκαετία του 70′.