Πολίτες που ήταν στο σημείο άρχισαν να εκτοξεύουν χαρακτηρισμούς εναντίον τους, όπως «ξεφτίλες» και «Τα τσιράκια όλοι. η μαφία η αρχιμαφία, οι δημοσιογράφοι» και πιο σκληρές ακόμα ενώ μόνο ένας από τους κατηγορούμενους δημοσιογράφους, ο Παναγιώτης Μουσσάς δήλωσε λέγοντας: «Τα ψέμματα της Κάντζου (σ.σ. η γυναίκα που αποκάλυψε το κύκλωμα εκβιαστών). Η αλήθεια μιλάει».
Και στους τρεις αποδίδονται βαρύτατες κατηγορίες υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου. Ο εκδότης και οι δύο δημοσιογράφοι είναι αντιμέτωποι με τα αδικήματα της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση με σκοπό το οικονομικό όφελος, εκβίασης κατ’επάγγελμα και κατά συναυτουργία και της δωροδοκίας, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του νόμου 1608/1950.
Οι τρεις δημοσιογράφοι καλούνται να αντικρούσουν το κατηγορητήριο που έχει συνταχθεί σε βάρος τους και μία πληθώρα στοιχείων, όπως καταγεγραμμένες συνομιλίες και υλικό που κατασχέθηκε από την Αστυνομία ,από τα οποία τους αποδίδεται πως δρούσαν μεθοδικά είτε με θετικά σχόλια είτε συκοφαντώντας, με αναρτήσεις και δημοσιεύματα, τα υποψήφια θύματα τους, φυσικά και νομικά πρόσωπα ώστε να “πειστούν” να τους καταβάλουν χρήματα για την αποκατάσταση τους.
Η σύλληψή των τριών κατηγορουμένων έγινε μετά από καταγγελία συνεργάτιδας του διευθύνοντος συμβούλου της ΕΥΔΑΠ την οποία πίεζαν τόσο για να αποσπάσουν χρήματα από την επιχείρηση όσο και για τους φέρει σε επαφή με τον υπουργό Επικρατείας Ν. Παππά, τον οποίο αποκαλούν σε συνομιλίες «αρχιμανδρίτη», στον οποίο σύμφωνα με τους διαλόγους της δικογραφίας σκόπευαν να προσφέρουν «στήριξη στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών».
Η εκτίμηση των αστυνομικών που ερεύνησαν την υπόθεση για τους τρεις δημοσιογράφους όπως καταγράφεται στο διαβιβαστικό που εστάλη στον Εισαγγελέα είναι ότι δεν είχαν «κομματική ταυτότητα». Αναφέρεται μάλιστα για τον εκδότη που θεωρείται ο βασικός κατηγορούμενος στην υπόθεση ότι «δεν προέκυψε ότι οι κακουργηματικές του πράξεις και ενέργειες ήταν προϊόν εντολών από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα. Τα στοιχεία της προανάκρισης που συγκεντρώθηκαν έως τώρα, αποδεικνύουν ότι ο Παναγιώτης Μαυρίκος ενεργούσε αυτόνομα και με γνώμονα μόνο το προσωπικό του οικονομικό συμφέρον». Οι ίδιοι πάντως οι κατηγορούμενοι στους διαλόγους τους φαίνεται να προσπαθούν να πείσουν την καταγγέλουσα και πλέον βασική μάρτυρα κατηγορίας πως «είχαν πλάτες». Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η φράση που έχει καταγραφεί να της λέει ο ένας από τους δημοσιογράφους αναφερόμενος στον εκδότη : «Ο άλλος κούλαρε και περιμένει εντολή ποιον θα γ… Κοίταξε να σου πω το κόλπο. Βγαίνει ο τρελός, και χτυπάει όποιον θέλει, από εκεί και πέρα…μετά βάζουμε τα σάιτ και ακολουθούνε».
Στα χέρια του ανακριτή βρίσκεται υλικό για σωρεία εντύπων και ηλεκτρονικών σελίδων που οι κατηγορούμενοι φαίνεται να διαφήμιζαν πως ανήκουν στην σφαίρα επιρροής τους, στοιχεία που θα αξιολογηθούν ώστε μετά τις απολογίες των τριών να προχωρήσει στις επόμενες δικονομικές κινήσεις που απαιτούνται για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης.