Είχε ο Παναθηναϊκός αρκετή κουβέντα, που εξελισσόταν και σε γκρίνια, για την έλλειψη του ελληνικού στοιχείου από το ρόστερ του. Κι ας προσπαθούσε ο Στραματσόνι να φέρει στην ομάδα Έλληνες παίκτες οι οποίοι δεν θα έρχονταν απλά για να… συμπληρώσουν, αλλά για να βοηθήσουν ουσιαστικά την ομάδα. Ναι, να έρθει ο Κονέ, αλλά αν δεν γίνεται, τότε ας έρθει ο Εμποκού και όχι ο οποιοσδήποτε Έλληνας, από οποιαδήποτε ελληνική ομάδα, η οποία θα ζητήσει τα… μαλλιά της κεφαλής της επειδή έτυχε ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής να κάνει μια καλή σεζόν.
Δεν διαφωνώ πως είναι απαραίτητο το ελληνικό στοιχείο σε ελληνικό σύλλογο. Στον φετινό Παναθηναϊκό, όμως, και στο έως τώρα δείγμα που έχουμε απ’ αυτόν, μοιάζει με… ευεργετικό που η συντριπτική πλειοψηφία είναι ξένοι ποδοσφαιριστής. Ο ξένος παίκτης δεν είναι όλη τη μέρα στο ελληνικό διαδίκτυο, δεν αγοράζει εφημερίδα κάθε πρωί, δεν ξέρει τι λέγεται στο ραδιόφωνο. Η πίεση με την οποία μπαίνει στο γήπεδο είναι σχεδόν… μηδαμινή σε σχέση με εκείνη του Έλληνα. Δεν “νιώθει” ο ξένος παίκτης πως είναι να λέγεσαι Παναθηναϊκός και να έχεις έξι χρόνια να πάρεις πρωτάθλημα. Να έχεις κατακτήσει δύο τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ο κάθε Ιμπάρμπο/Λεντέσμα/Γουακάσο/Σαμπά/Μέστο νιώθει πως η ομάδα στην οποία αγωνίζεται είναι καλύτερη από τον κάθε Λεβαδειακό, Πλατανιά, Παναιτωλικό. Και μπαίνουν στο γήπεδο με αυτή την ψυχολογία. Δεν θα ασχοληθούν με το αν ο Κοντονής επιτρέπει ή όχι τη μετακίνηση οπαδών, με το τι… καπνό φουμάρει ο Κομπότης, με το αν ο Λεβαδειακός τα δίνει όλα απέναντι στον Παναθηναϊκό, αλλά όχι απέναντι σε άλλο αντίπαλο. Δεν θα περάσει μέσα τους η “ανούσια” πίεση.
Η… κακή. Δεν θα νιώσουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γύρω από ένα παιχνίδι. Δεν θα “νιώσουν” ντέρμπι απέναντι στον Λεβαδειακό. Θα πει κάποιος, είναι καλό αυτό; Είναι, όταν μπαίνεις στο γήπεδο με την αίσθηση της υπεροχής, αλλά όχι της υπεροψίας. Αυτό έκανε ο Παναθηναϊκός στη Λιβαδειά. Μπήκε στο γήπεδο νιώθοντας καλύτερος. Από το 1′ μέχρι το 93′. Δεν μπήκαν υπεροπτικά, δεν μπήκαν με “ωχαδερφισμό”, δεν μπήκαν για αγγαρεία, αλλά ούτε μπήκαν για να παίξουν ντέρμπι στη Λιβαδειά, όπως συνέβαινε άλλες φορές. Υπάρχει και η μέση λύση.
Και αυτή έχει περάσει έως τώρα μέσα στο μυαλό των παικτών του Παναθηναϊκού. Γι’ αυτό και η έλλειψη του ελληνικού στοιχείου παίζει – τουλάχιστον προς το παρόν – θετικό ρόλο στην όλη αντιμετώπιση των αγώνων που δίνει η ομάδα. Είναι λογικό να ανεβαίνει ο πήχης, ακόμα κι αν βρισκόμαστε μόλις στα μέσα Σεπτεμβρίου. Έχει ανάγκη ο κόσμος από ελπίδα και προοπτική. Έχει ανάγκη να βρει το χαμένο του κέφι και να γεμίσει το γήπεδο όχι μόνο με τον Άγιαξ, αλλά και με τον Παναιτωλικό και με τον Ατρόμητο και με τον Αστέρα Τρίπολης. Πέρσι τέτοια περίοδο μιλούσαν όλοι για μια χαμένη χρονιά. Φέτος βλέπουν μια ομάδα που έχει τέσσερις νίκες και μία ισοπαλία σε πέντε ματς, έχοντας πετύχει δέκα γκολ κι έχοντας δεχτεί μόλις ένα. Κάθε… υπερβολή αποδεκτή.