Με πήρε τηλέφωνο ο Διονύσης χθες το απόγευμα. «Ρε μαλάκα γράψε κάτι για τον Διαμαντίδη. Εσύ που τον έχεις δει από κοντά σε τόσα ματς». Του απάντησα πως θα γράψω. Και ξεκίνησα να γράφω. Και το έσβησα. Και άρχισα πάλι απ’ την αρχή. Και το ξανά έσβησα. Ήπια λίγο καφέ, άφησα το μυαλό μου ελεύθερο και έπιασα ξανά το πληκτρολόγιο. Τίποτα. Σβήσιμο.
Βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο. Σκέφτηκα την τάπα στον Άκερ. «Να απ’ αυτό θα ξεκινήσω». Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο, σκέφτηκα την αγκαλιά με τον Ομπράντοβιτς στη Βαρκελώνη. «Μα ποιος Άκερ. Απ’ αυτό ξεκινάμε». Πήγα προς το λάπτοπ. Μέχρι να φτάσω μου ήρθε στο μυαλό το ζάλισμα του Τζαβάι με τα «μπρος – πίσω» βηματάκια και το νικητήριο τρίποντο μέσα στη «μούρη» του στη Βαρκελώνη. «Όλο του το μεγαλείο είναι αυτή η κίνηση». Ξεκίνησα απ’ αυτό. Μου ήρθε στο μυαλό η φωνή του Σκουντή. Το «βαλ’ το αγόρι μου». Σβήσιμο και πάλι απ’ την αρχή. «Ναι, αλλά αυτό ήταν ένα τρίποντο. Θα μπορούσε να τύχει στον καθένα. Στο Ελληνικό, στον τελικό με τον Ολυμπιακό, έβαλε τρία συνεχόμενα. Το ένα πίσω απ’ το άλλο». Νέο έγγραφο. Πάλι απ’ την αρχή.
Κοιτάζω το ρολόι. Ο Διονύσης με πήρε τηλέφωνο το απόγευμα της Τετάρτης. Είναι Πέμπτη, 18:55 το απόγευμα. Δεν έχω γράψει λέξη. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένας φίλος. Συνοδοιπόρος στα πολλά ταξίδια στο εξωτερικό με τον μπασκετικό Παναθηναϊκό. «Γιάννη, μου είπαν να γράψω κάτι για τον Διαμαντίδη».
«Είσαι τρελός αγόρι μου; Που να βρεις τις λέξεις;».
Έχει δίκιο. Που να βρεθούν οι λέξεις. Πώς να χωρέσουν οι στιγμές; Πόσα ευχαριστώ χωράνε σε ένα κείμενο;
Αντί κειμένου, λοιπόν, το παρακάτω βίντεο… Φίλε Διονύση, κάποια άλλη στιγμή ίσως σου γράψω κάτι για τον Διαμαντίδη…