Τα γκολ τα τρώνε πάντα οι τερματοφύλακες. Έχω, τη δεκαετία του 80, δει τον μεγάλο Αρκονάδα να χάνει την μπάλα μέσα από τα χέρια του σε ένα φάουλ του Πλατινί στερώντας από την Ισπανία έναν ευρωπαϊκό τίτλο, έχω δει τον Αντώνη Νικοπολίδη –πριν αλλαξοπιστήσει- να τρώει γκολ από τη σέντρα στη Λα Κορούνια, τον γίγαντα Μπουφόν να κλωτσάει αέρα πριν λίγες ημέρες και δευτερόλεπτα μετά να μαζεύει την μπάλα από τα δίχτυα του.
Κι είναι από αυτήν την άποψη εν μέρει άδικο μα και εν μέρει δίκαιο αυτό που ζει από την Κυριακή το απόγευμα ο Λουκ Στιλ.
Άδικο μια και ο Άγγλος –τον οποίον ούτε και ο πιο φανατικός οπαδός των μικρών κατηγοριών του νησιού γνώριζε πριν έρθει στον Παναθηναϊκό- έχει ξεπεράσει φορώντας τη φανέλα με το τριφύλλι κάθε προσδοκία μα και δίκαιο καθότι η θέση στην οποία έχει επιλέξει να αγωνίζεται είναι σύμφυτη με την ευθύνη. Κάπως σα να βάζεις από μόνος σου τον εαυτό σου στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Κανείς δε θυμάται το τσαφ του οκταριού λίγο κάτω από τη σέντρα, ακόμα κι αν στέρησε από την ομάδα του το δικαίωμα σε μία καλή αντεπίθεση. Κανείς δε θα χρεώσει στο δεξί μπακ την άτσαλη απόκρουση που χάρισε την μπάλα στον αντίπαλο. Ένα σέντερ φορ που μετατρέπει μία ευκαιρία στις τρεις σε γκολ –και στέλνει τις άλλες δύο στα πουλιά- θεωρείται πως διαθέτει φονικό ένστικτο. Το παραπανίσιο βήμα του (κάθε) Στιλ παρ’ όλα αυτά θεωρείται περίπου έγκλημα.
Προφανώς και ο Στιλ έχει ευθύνη για την ήττα από την Ξάνθη. Ακόμη όμως και αν περιοριστεί κανείς σε αυτό και μόνο το ματς –και ξεχάσει πόσους βαθμούς και χαρές μας έχει ο ίδιος δώσει σε άλλα, προηγούμενα- ο γκολκίπερ είναι ο τελευταίος που φταίει αν από τη μέση και μπροστά δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε δεύτερη πάσα, αν ο Μέστο και ο Χουλτ ανεβοκατέβαιναν δίχως σκοπό και αποτέλεσμα τις πλευρές ούτε αν δεν δημιουργήσαμε στην πραγματικότητα ούτε μία κλασική ευκαιρία.
Σημαίνουν όλα τα παραπάνω πως ο Παναθηναϊκός δε χρειάζεται τερματοφύλακα; Κάθε άλλο. Κυρίως επειδή στην (απευκταία) περίπτωση που ο Λουκ τρακάρει αύριο σε κανένα δοκάρι, οι επιλογές που θα έχουμε στον πάγκο φαντάζουν –και ίσως και να είναι- Σκύλλα και Χάρυβδη.
Μην πυροβολείτε όμως, προτείνω, τον πιανίστα. Μην ψάχνετε αφορμή να αρχίσετε την κλασική παναθηναϊκή γκρίνια –λες και ξεχνάει κανείς πόσα έσουρνε η εξέδρα στον Καρνέζη, τον Χαλκιά ή τον Τζόρβα την εποχή που αγωνίζονταν.
Το μόνο, κατά τη γνώμη μου, που θα είχε νόημα να συζητήσει κανείς –αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια- είναι το πώς και το γιατί η ελληνική ομάδα που κατά παράδοση παρήγαγε περισσότερους τερματοφύλακες απ’ όσους μπορούσε να καταναλώσει, έφτασε στο σημείο να χρειάζεται εισαγωγές για να καλύψει με σχετική επάρκεια τη θέση.